Hard - core


Ξένοι στην ίδια μας την πόλη
Αποδημητικά πουλιά του φθινοπώρου
Απόκληροι, τούτης της γης οι κολασμένοι
Εμείς
Ο φόβος μου μοιάζει παρίσσακτος
Αυτοεκπληρούμενος στα μάτια και των δυο μας
Αδάμαστος, κατακερματίζει την σπονδυλική μου στήλη

Μαθαίνω να αυτοεξυπηρετούμαι
Μαθαίνω να έχω την αυτοκυριαχία μου
Την αυτοσυγκράτηση, τη μαθαίνω κι αυτή
Να γίνω όπως με δίδαξες
Θα γίνω όπως με ζήτησες

Εσύ
Η μόνη μου σύγχυση
Εσύ
'Η μόνη μου

Μπορώ να γυρίσω σπίτι μας τώρα;
Μπορώ να ακουμπήσω
το μούδιασμα μου στο κρεβάτι μας;
Φοβάσαι μήπως τις δονήσεις;
Mα μήπως εγώ φοβάμαι τις δονήσεις;

Κοίτα τα χέρια μου
πως συρρικώνονται
Κοίτα τα μάτια μου
συγκαταβατικά που είναι
Κοίτα τα μάτια μου
πως σε κοιτάζουν

Εγώ
Και η μόνιμη μου παράλυση
Εσύ
Η μόνη παντοτινή μου λύση

Ετοιμάσου, γιατί έρχομαι
να φυσήξω στα πνευμόνια σου
Χαμήλωσε για λίγο
την έξυπνη σου μύτη
Μήπως και με δεχτείς
Μήπως και με καλοσωρίσεις

Το ξέρω χαρά μου, πως έφυγε
το πουλί της νιότης μας
Ξέρω καλά πως φεύγουμε
o ένας απο τον άλλον
Ένα μονάχα ήμουν τελικά
Το φάντασμα σου

Εσύ
Η κινητήριος δύναμη
Εμείς
'Η μόνη μου

Ξέρω πως όταν οι θάλασσες στερέψουν
καμία γλώσσα δεν θα μπορεί να ξεδιψάσει
Ξέρω καλά πως όταν οι ουρανοί θα ανοίγουν
καμία γεωμετρία δεν θα ικανοποιεί τη δική μας συμμετρία
Την απεραντοσύνη του ανικανοποίητου σπεύδω να περιορίσω
Και στον πυρήνα του ίδιου μου του φόβου
κουτουλάω ο ηλίθιος




Διακοπές στα επείγοντα.

Τον περασμένο χειμώνα, πεισματικά έφαγα τη σάρκα μου να φαντασιώνομαι τις διακοπές του παρόντος καλοκαιριού... Τα οργάνωσα όλα τέλεια, γιατί ποτέ δεν μου άρεσαν οι εκπλήξεις. Στις εκπλήξεις στα γενέθλια μου, έκλαιγα σοκαρισμένη πάνω από τη γενέθλια μας τούρτα. Με κλάματα έσβηνα ένα - ένα τα κεράκια μου..., γιατί όπως είπα δεν μου αρέσουν οι εκπλήξεις. Σήμερα φεύγουμε για τις παραδοσιακές μας διακοπές, οικογενειακά... Ετοιμάζω τα πράγματα, μαζεύω ένα ένα τα μέλη του σώματος μου να τα βάλω στην βαλίτσα, την οποία φυσικά και δε θα χρειαστεί να κουβαλησω. Δηλαδή θα χρειαστεί, αλλά δε θα με αφήσουν. Δε θα χρειαστεί να οδηγήσω, δηλαδή θα χρειαστεί, αλλά δε θα με αφήσουν, όσο κι αν θα επιμείνω να πω ότι μπορώ. Μου κανόνισαν φέτος lux ασθενοφόρο να με πάει διακοπές, ταξίδι με τους πιο γλυκους ασθενείς του κόσμου όλου. Οικογενειακά, πάμε για ξεκούραση, παραδοσιακά, όπως συνηθίζεται να γίνεται πάντα το Δεκαπενταύγουστο. Διακοπές στα επειγόντα.

All Those You're Holding My Dear Are My Burning Bones.

Πολλές φορές με πλάκωσα στον ύπνο μου και ίσως αυτό που χρειαζόμουν τελικά, ήταν να ρθεις να με ξυπνήσεις. Να προλάβεις την έκδηλη παράλυση μου. Να μη ξυπνήσω μόνη μου και φοβηθώ, πως μούλιασα να κολυμπώ μεσ' το δικό σου "είναι". Δοκίμασα να σηκωθώ και έπεφτα, σα να μην είχα μέσα μου ποτέ μου σκελετό, έγινα ασπόνδυλο μαλάκιο. Λες και μια μέρα ξύπνησα και μέσα από τα δάκρυα εξάτμισα ατέρμονα όλα τα οστά μου. Εκείνα ήταν που με κρατούσαν όρθια κι εσύ μπορούσες να με βλέπεις. Χωρίς αυτά νιώθω ελαφρύτερη, μα τόσο ευάλωτη, αφού είναι πια πράγμα εύκολο το να με παίρνει ο αέρας.

Να με πηγαίνει σπίτι σου και να με φέρνει πάλι.
Να αιωρούμαι από πάνω σου, να σου χαϊδεύω το κεφάλι.
Να πέφτουν οι τρίχες μου μέσα στα μάτια σου και να σε γαργαλούν.
Θα λες "Αυτό είναι που πεθύμησα πιο πολύ. Η οσμή της ευωδιάς σου."
Στο ίδιο όνειρο θα είμαι κι εγώ και θα σου απαντώ.
"Πήρες τα κόκαλα μου. Μάθε πως στις χούφτες σου κρατάς τη μυρωδιά μου".
Έμεινα εγώ και η σάρκα μου απόψε, να μας καίει αιώνια το φεγγάρι.
Απορώ, πως εμένα διάλεξε αφού είμαι το πιο άοσμο κουφάρι.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι, τι με φοβίζει πιο πολύ.
Να με πλησιάζεις με ένα τρόπο που θα με έσπαγε στα δύο
ή να γνωρίζω εξ αρχής πως όταν δίπλα μου έρθεις,
πάντοτε ευλύγιστα πάνω σου το σώμα μου θα χύνω.
Για μένα τίποτα δε θα μένει, θα με κακοχαρακτηρίζω,
που τόσο απερίσκεπτα θέλω να με χαρίσω.
Κι ύστερα θα θυμώνω που κόκκαλο δεν έμεινε πια να με βαστήξει,
ακόμα κι όταν φοράω στολή μεταλλική, διάτρητη άμυνα χτίζω.
Θες να στη χαρίσω και αυτή, να βγάζεις τους χειμώνες;
Δε ξέρω αν στα κρύα είναι ανθεκτική, δε ξέρω καν αν ξεγελά τις μπόρες.

Ξέρω τώρα πως άτρωτη στ' αλήθεια, ποτέ δε θα είμαι. Αν πεινάσεις περισσότερο, ξεκοκάλισε με απ' την αρχή και φτύσε με στο πιάτο. Πότε δε τσιγκουνεύτηκα να γίνω το γεύμα κανενός. Μα τα στομάχια δε χορταίνουν  με την άυλη μου φύση. Τα στομάχια πεινασμένα, σάλια πηχτά πάνω μου θα χύνουν και θα μ' ορέγονται άπληστα, θα μου ρουφούν το αίμα.
Είναι το μόνο που έμεινε να δροσίζει τα σπλάχνα μου, να μην αφυδατωθούν, να μην εξαϋλωθούν κι αυτά. Άσε μου κάτι έμβιο, να μη ξεχνώ πως ζω, μιας και τείνω να ατροφήσω, τείνω να αφανιστώ, ίσως μ' αυτό το τρόπο να με παρηγορήσω.

Κράτα τα καυτά μου κόκαλα, μα πρόσεξε τα εγκαύματα που αφήνουνε στα χέρια σου. Βλέπεις όσο αφανίζομαι πάλι για σένανε φροντίζω, πάλι για σένα ανησυχώ. Εγώ δεν έχω "εγώ" ισχυρό, αφού μπορώ και μόνη μου πάντα να με φοβίζω.
  

Εξουδετέρωση.

Είμαστε εμείς που εξουδετερωθήκαμε. Εσύ μια χημική ένωση που προέκυψε από τη μεταξύ μας ένωση κι εγώ νερό. Άοσμη, άγευστη και ουδέτερη. Ανεξάρτητα από τα στοιχεία που ενώνονται η τελική χημική εξίσωση θα είναι πάντοτε η ίδια. Δε θα χρειαστεί να με αθροίσεις για να βγει το αποτέλεσμα. Δεν αθροίζομαι. Δεν διαφοροποιώ το αποτέλεσμα. Δε παίζω κανένα ρόλο. Είμαι νερό.
Σε δροσίζω, σε ανακουφίζω, σε ξεδιψάω, αλλά δε σε χορταίνω. Δε με χορταίνω. Είμαι νερό, ανίκανο να σου αλλάξω τη χημική σου σύσταση, ανίκανο να μου δώσω μια γεύση δική μου.
Ήθελα πάντοτε να είμαστε αυθόρμητη μη ελεγχόμενη  διάσπαση ουρανίου. Nα απελευθερώνουμε μεγάλους όγκους  ενέργειας. Θα ήμασταν αλυσιδωτή αντίδραση. Μα δεν είμαστε τίποτα απο όλα αυτά. Εσύ ήσουν το οξύ κι εγώ ήμουν η βάση. Τα προϊόντα της αντίδρασης μας με εξουδετέρωσαν. Καμία έκρηξη λοιπόν, καμία καταστροφή, μόνο η δική μου μετατροπή από αυτό που θα μπορούσα κάποτε να γίνω, σε νερό. Γάργαρο κυλάει στο στόμα σου. Ήρθε η ώρα να το φτύσεις πριν με κάνεις γαργάρα, γιατί ο προορισμός μου και η αφετηρία μου ήταν και θα είναι πάντα η πηγή. Είναι προς όφελος σου που δεν ήμουνα ποτέ οξύ. Εύκολα θα σου έκαιγα τη γλώσσα, θα διαύρωνα το ίδιο σου το είναι. Δε συνέβη ποτέ. Εγώ είμαι νερό. Να λοιπόν, γιατί σου είμαι τόσο απαραίτητη. Να γιατί ξεραίνεται το στόμα σου, γιατί εκεί δεν είναι πια το σπίτι μου. Το νερό δεν έχει σπίτι, το νερό είναι ταξιδιώτης. Σε ένα ταξίδι βρίσκομαι κι εγώ. Mακάρι ο δρόμος να είναι κατηφόρα, γιατί αλλιώς υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να πνιγώ μεσ' τον ίδιο μου υδάτινο εαυτό. 

Deer Hunter Express.

Να πιω λες ένα τσάι να με καταπραΰνω; Να ρίξω λίγο νερό στη μούρη μου; Ίσως μια μάνικα, ένα πιεστικό πράσινο λάστιχο. Μπορώ να γίνω πολύ δραματική αν το θελήσω. Νομίζω όμως ότι θα ήταν πολύ γραφικό πια, να επαναληφθώ.  Άρρωστη θα ΄μαι, δε τρέχει τίποτα. Μονάχα μια πίεση στο μέτωπο, ένα απότομο ζούληγμα στη καρδιά που αν φανώ απερίσκεπτη θα την αφήσει στείρα. Μονάχα ο πολιορκητικός κριός που μου τραντάζει τον εγκέφαλο. Ο πολιορκητικός κλοιός που στενεύει και ξαφνικά έχω μια τάση να απλωθώ. Και απλώνομαι, και δε κοιτώ που πάω..
Και ξαπλώνω, αλλά δεν ξέρω που. Είναι το κρεββάτι μου αυτό;
Μα εγώ δεν είμαι αφηρημένο ον. Δεν είμαι αφηρημένη τέχνη. Δεν είμαι αφηρημένη έννοια.
Πολύ πολύ συγκεκριμένα τα φαντάζομαι όλα, ευοίωνα για τον καθένα, αέναα, ανεξίτηλα μόνο για μένα.
Είναι καλά εδώ, μυρίζει ζωή. Λες, την έχω μέσα μου - πώς να μη τη μυρίσω; Είναι φορεμένη πάνω μου, μα νιώθω μια γύμνια ντροπιαστική. Ποτισμένη έτσι που ΄μαι από το άγχος, καθόλου καλή παρέα δε θα γίνω. Φουγάρο βρώμικο, ικανό να κινήσει ολόκληρο τρένο.
Μπες μέσα παρακαλώ, κάτσε λίγο. Κάτσε να σου τα πω. Έλειπα καιρό και γύρισα. Τι άφησα πίσω μου και τι θα ξανά αφήσω; Είμαι φουγάρο από τα απαγορευμένα, εκείνα που μολύνουν ουρανούς ολόκληρους. Είναι καιρός και πάλι να αποσυρθώ. Να μπω μέσα στο καζάνι, να λιώσω αργά. Ίσως μια μέρα βρω τρόπο και σβήσω το καπνό.

.Κλιμακτήριος

Ακόμα κι αν έχω δύο ρυτίδες στα μάτια μου που πάντα θα θυμίζουν εσένα -στ' αλήθεια- γέμισε το πρόσωπό μου όλο. Δεν τις ξεχωρίζω πλέον μεταξύ τους. Τις εντοπίζω μέρα με τη μέρα, γύρω απ' τα μάτια και τα χείλη, μα δεν ξέρω ποιος τις έχει χαράξει.
Το πρόσωπο γίνεται αποτύπωμα, επιφάνεια εργασίας κάποιου ερασιτέχνη γλύπτη. Εκεί αποτυπώνονται τα άγχη όλου του κόσμου, ένα συμβόλαιο ανυπόγραφο καταγράφει τις καταστροφές σμιλεύοντας επάνω μου ρυτίδες. Εύπλαστο κράμα υλικών.
Κάτω από τα μάτια κρέμονται δύο σακούλες ξεχειλωμένου οιδήματος - εκεί φιλοξενούνται περιστασιακά τα βιωματικά τραύματα. Τα φρύδια αναποφάσιστα κυλούν προς την αιώνια ματαιότητα μιας πικρής νοσταλγίας. Το ρίγος κι ο φόβος γίναν κατακάθι στα αυλάκια του προσώπου.
Ο Μάρκος δεν ξέρει τίποτα απ' όλα αυτά. Κοιτάζει με αφέλεια και στα μάτια μου βλέπει μόνο βόλτα και χάδι. Σέρνει τη γλώσσα του στη μούρη μου και οι ρυτίδες γεμίζουν ζωή. Οι καταρράκτες ξεχειλίζουν και πάλι απ' την αρχή.
Αχ, να σ' είχα και στην προηγούμενη ζωή.
 

Mass Suicide.

Πόσους θανάτους χωράει ολόκληρη η ζωή; Πόσο προβλέψιμα αρνούμαι να ζήσω μετά τον κάθε θάνατο; Δε γνώριζα ότι συμβαίνει, να πεθάνει κανείς πολύ. Εκείνο που ήξερα ήταν, πως στον καθένα μας αναλογεί ένας και μόνο θάνατος.
Απροσδόκητα, βεβαιώθηκα ότι δύο δε μου ήταν αρκετοί. Δύο θάνατοι, που ύστερα θα μεταφραστούν ως φόνοι. Εν δυνάμει εγκληματίας.
Και ξαφνικά, δε γίνεται να σταματήσω να σκοτώνω. Ξαφνικά, δεν είμαι ικανός να σταματήσω να αιμορραγώ. Ξαφνικά, νιώθω ανίκανος να επωμιστώ το φόνο. Και ξαφνικά, δεν ήταν καθόλου ξαφνικό. Ήξερα πάντα, πως οτι δημιουργώ θα το παθαίνω. Ήξερα πάντα, οτι δεν θα αρκεστώ στον ένα φόνο. Ακόμα, ήξερα πως κάποια μέρα δεν θα μπορώ πια να υποκριθώ. Ήμουν ανίκανος να ζήσω. Δημιούργησα του εαυτού μου τον εχθρό. Ένας κλώνος, που μου έριχνε σφαίρες στα πόδια και είχε όψη αυτήν που έχω κι εγώ.




Πότε πέθαινε εκείνος, πότε πέθαινα εγώ, μα πιο συχνά, πέφταμε νεκροί κι οι δυο.