Πλημμυρίδα για μια μέρα, άμπωτης για μια ζωη.

Παλίρροια είναι αυτό στη λίμνη μας? Τη μια στιγμή να πλατσουρίζουμε στα νερά και την άλλη να πεθαίνει κάθε τι ζωντανό. Πλημμυρίδα όταν έρχεσαι τη μέρα. Νερά πολλά παντού και ζωή μέσα μου. Φουσκώνουν οι καταράκτες μπροστά μας. Το νερό ζεσταίνει και μας αγκαλιάζει τρυφερά. Πνιγόμαστε, αλλά τουλαχιστόν μου κρατάς το χέρι σφιχτά. Αν χαθείς εσύ, θα χαθώ κι εγώ. Το αποφάσισα.
Άμπωτης όταν φεύγεις και πέφτει αφύσικο σκοτάδι. Νεκρική σιγή και ξηρασία. Όλα πεθαίνουν με τέλεια διαδοχή και τα ψάρια σπαρταρούν στην άμμο. Ψάρια και φύκια σε αποσύνθεση. Μοναδική μου συντροφιά, τα πουλιά. Σκάβω, αλλά δε βρίσκω χρώμα. Γκρί παραμένει. Μα, είναι χρώμα το γκρί? Το γκρί είναι συναίσθημα. Συναίσθημα, που ζήλεψαν τα χρώματα και το έκλεψαν. Τι του ζήλεψαν θα ήθελα να ξέρω?! Και μου αφήνεις το χέρι, γιατί σε παίρνει η άμπωτης και εγώ μένω στη στεριά, να σου κουνάω το μαντήλι. Και μαζί με σένα, φυσάει δυνατός αέρας και μου παίρνει το μαντήλι. Τώρα δεν έχω τίποτα. Δεν χωνεύεται η νύχτα, δυστυχώς. Έρχονται προς τα πάνω μου τα πουλιά. Με αρπάζουν και πετάμε απο πάνω σου. Έχουν ένστικτο τα πουλιά. Πάντα καταφέρνουν και τη γλιτώνουν. Βουτάμε απο ψηλά... Τα χαζό-πουλα! Δεν με προειδοποίησαν και τα νερά είναι τόσο παγωμένα, που μου κόβουν την αναπνοή. Και τι μπορεί να με τρομάξει πια?
Τώρα που μπορείς να με δεις, ψάρεψέ με.
Δεν με ματώνουν πια τα αγκίστρια.


Φόβος στεγνός.

Με τεράστια χαμόγελα υποδεχτήκαμε το φόβο που έφθασε κοντά, σαν ανάσα στη μύτη μας.
[ 00:00 ] Οι ανάσες ταυτίζονται και παραμένουν στατικές και αγχωμένες.
[ 00:03 ] Οι ανάσες μπερδεύονται και τις νιώθω υγρές.
[ 00:09 ] Δεν ακούω δεύτερη ανάσα.
[ 00:10 ] Δεν υπήρξε ποτέ δεύτερη ανάσα. Φόβος ήταν. Στεγνός φόβος.

Τυχαίνει να.

Γιατί τυχαίνει να πετάω κι εγώ το πρώτο απόκομα του χαρτιού υγείας, στις δημόσιες τουαλέτες, ακόμα και όταν δεν πρόκειται να το χρησιμοποιήσω.
Τυχαίνει, να αφήνω κι εγώ το πιάτο μου γεμάτο, όταν μου κάνεις το στομάχι papillon. Τυχαίνει να μη στεγνώνω τα μαλλιά μου επίτηδες, για να στεγνώσουν πάνω μου και να σου λέω πως αρρώστησα, πως δεν αισθάνομαι καλά -χωρίς να ρίχνω το φταίξιμο σε σένα- Τυχαίνει να μου αρέσει κι εμένα να περπατάω βράδυ σε άδειες πόλεις, με τα χέρια στις τσέπες. Τυχαίνει να χαμογελάω βιαστικά, για να μην προλάβεις να με δεις, να μην προλάβεις να πιστέψεις πως με ζεις, γιατί δεν με ζεις. Μα ούτε κι εγώ σε ζω.


Δεν είμαι.

Πάντα θα υπάρχει ένας ξένος έξω απο την πόρτα σου.
Δεν είμαι εγώ.
Πάντα θα ακούγεται μια φωνή απο το σαλόνι σου.
Δεν είμαι εγώ.
Πάντα θα βλέπεις κάποιον να τρώει στο τραπέζι, δίπλα σου.
Δεν είμαι εγώ.
Κι εσύ ξαφνιάζεσαι , παρατάς το φαγητό και δεν τρώς μπουκιά
για το επόμενο λεπτό. Μην ανησυχείς.
Δεν είμαι. Εγώ δεν φαίνομαι.

Μου αρέσει.

Μου αρέσει η βροχή - αλμυρή- όταν κυλάει στα χείλη μου,
γιατί μου θυμίζει τη γεύση που είχαν τα δάκρυα
χαράς σου. Μου αρέσει όταν δακρύζει στα μάτια μου,
γιατί μου θυμίζει τις σταγόνες που έπεφταν απ' τη σκιά
σου.
Μου αρέσει που χαστουκίζει ο αέρας τα κόκκινα μάγουλά μου,
γιατί είμαι φαντασιόπληκτη και κάθε φορά που ονειρέυομαι,
χτυπάω τα γόνατά μου.

Δεν επιβιώνει κανείς, χωρίς την ευτυχία του.

Θα δειλιάσω νομίζεις να ξενυχτήσω ένα ακόμη βράδυ?
Τι είναι για μένα? Τη μέρα μου επεκτείνω, ψάχνοντας
στους πρόποδες της ευτυχίας. Φυσάει πολύ εδώ , κι
ακόμα βρίσκομαι πολύ χαμηλά. Φαντάσου τι θα γίνεται
εκεί πάνω..Καλύτερα θα είναι να το ξανα σκεφτώ.
Είμαι πολύ ελαφριά ντυμένη για τόση ευτυχία μαζεμένη.
Είμαι πολύ μακριά ακόμα. Με βρεγμένα μαλλιά εδώ...
Δεν επιβιώνει κανείς. Δεν επιβιώνει κανείς, χωρίς
την ευτυχία του.


ΑΝΟΧΗ.

Βρίσκομαι μπροστά απο την κλειδαρότρυπα της ανοχής.
Βλέπω φως, αλλά δε διακρίνω τι έχει εκεί μέσα.
Κλειστή η πόρτα και απο τη χαραμάδα στο κάτω μέρος,
βλέπω πάλι φως. Ανοίγω. Οικείο το περιβάλλον, εδω.
Πολλοί οι γνωστοί. Έχουμε ξανά συναντηθεί εμείς!
Ναι, ναι. Έχω ξανα βρεθεί σ' αυτό το δωμάτιο,
αλλά δεν έκατσα πολύ. Είναι ασφυκτικά και πνίγομαι.
Βούλωσα την κλειδαρότρυπα με βαμβάκι , για να μη μπορεί
να δει μέσα ο επόμενος που θα βρεθεί έξω απο την πόρτα.
Χάσιμο χρόνου θα 'ναι.



Ξέπλυμα.

...και ξεπλένω για τέταρτη φορά , μα δείχνει να μην έχασε καθόλου απο το χρώμα του, καθόλου απο τη μυρωδιά του και καθόλου απο τη λάμψη του.


Σχεδόν 2.

Άργησα . 1,5 άνθρωπος είμαστε . Σχεδόν 2 .
- Η επιθυμία μου;,
- Η επιθυμία ενός άλλου/. Η επιθυμία ενός άλλου.


Πράσινο είναι το χρώμα σου.

Με μια βαριά και χοντρή αλυσίδα αναδύω ελπίδες, που βύθισα τρομαγμένη στη θάλασσα.
Θυμάσαι? Χειμώνας ήταν. Βούτηξα πανικόβλητη στα κύματα, ντυμένη στα μαύρα.
Γιατί να κρυώνω? Είχα κλάψει τόσο πολύ που το σώμα μου ήταν πιο ζεστό απο ποτέ.
Κολύμπησα βαθιά, με μια ανάσα. Δεύτερη σάρκα, τα ρούχα μου. Έψαξα για την καλύτερη κρυψώνα, δίπλα σε ένα πράσινο βότσαλο. Πράσινο πρέπει να ήταν... Κι αν δεν ήταν...
Πράσινο θα λέω εγώ πως ήταν, γιατί τα πράσινα μαζεύω πάντα για σένα.
Έσκαψα πολύ και η ανάσα μου τελείωνε. Παρατημένες ελπίδες μέσα σε ένα σιδερένιο κουτί.
Δικό σου ήταν κι αυτό. Δεν μου το έδωσες, μην μπερδεύεσαι...Μόνη μου το πήρα. Μη θυμώνεις, παραμένει δικό σου.
Αγόρασα την αλυσίδα, ξανά φόρεσα μαύρα και οδήγησα μέχρι την παραλία. Δεν ξέρω ακόμα, γιατί ήθελα σήμερα να αρχίσω να ελπίζω ξανά. Ίσως για να σε αγαπήσω για δεύτερη φορά.
Δεν ξέρω, μπορεί τώρα να είναι και η πρώτη φορά που σ' αγαπώ. Δεν είμαι βέβαιη.
Αλλά, να... Τώρα είμαι πιο μεγάλη, το σκέφτομαι αλλιώς. Μάτωσαν τα χέρια μου, μελάνιασαν τα χείλη μου, δάκρυσαν τα μάτια μου, πάλι. Τραβάω μια τελευταία φορά,και τα μαλλιά μου μαζί μπλεγμένα στην αλυσίδα, βγάζω το κουτί έξω και το άνοιγω. Δεν υπήρχε ούτε μια ελπίδα μέσα. Ούτε μια ρε. Και το βότσαλο... μη με ρωτάς καν. Δεν υπάρχουν πια πράσινα βότσαλα. Τα μάζεψα όλα για σένα.

Η χωρίστρα.

Με έπιασε απο αυτί και φαβορίτα μαζί και με έσερνε σε όλη την τάξη.
Δεν έκλαψα ούτε και τότε. Ήξερα πως ήταν μεγάλος μαλάκας και ήθελα
να σηκωθώ στην έδρα και να το φωνάξω δυνατά, να το ακούσουν όλοι.
Μαζί με εμένα σέρνονταν και τρίχες απο τις πορτοκαλί πλεξούδες της
μπροστινής μου. Σύρια, με μητέρα Ολλανδή. Δε μιλούσε και πολύ.
Την πλάτη της θυμάμαι μόνο και τη χωρίστρα, στο πίσω μέρος του κεφαλιού
της, που χώριζε τον εγκέφαλο της σε δύο τμήματα. Συχνά χρησιμοποιούσα αυτή
τη χωρίστρα για να οριοθετώ στοιχεία της φαντασίας μου. Χώριζε το πρίν
απο το μετά, το χθές απο το σήμερα, το όμορφο απο το άσχημο, το έξυπνο απο
το χαζό, το καθαρό απο το βρώμικο και το αληθινό απο το ψεύτικο.
Με βοηθούσε να εικονικοποιήσω τις σκέψεις μου, την ώρα που η πιο δύσκολη
εξίσωση λυνόταν στον πίνακα. Η χωρίστρα σήμαινε το επόμενο μου βήμα, σήμαινε
το θράσος και την τόλμη που καθόλου δεν μου έλειπαν εκείνα τα χρόνια.
Τιμωρία στη γωνία με το ένα πόδι σηκωμένο και τώρα πια η χωρίστρα δεν φαίνεται απο εδώ που κάθομαι.


Συναρμολόγησε με και φεύγουμε μαζί.

Μη φοβάσαι, θα σε κρύψω μέσα στη χούφτα μου.
Θα σε ντύσω με το δέρμα μου και θα σε τυλίξω
με τα μαλλιά μου, για να μην κρυώνεις.
Θα σου φορέσω τα μάτια μου για να βλέπεις
και θα σου κουμπώσω τα αυτιά μου για να ακούς.
Πόδια δεν έχω να σου δώσω για να τρέξεις,
κι αν φύγεις να ξέρεις ...
Εκεί που με άφησες, θα μείνω. Δεν θα έχω κινηθεί,
γιατί και τα χέρια μου υπολειτουργούν.
Θα σε πάρω απο το χέρι και θα σου δείξω πρός τα που κατευθυνόμαστε.
Αν θέλεις, εσύ που μπορείς..πήγαινε με.
Αν δεν σκορπίσεις τα μέλη μου, στο δρόμο,
με συναρμολογείς και φεύγουμε μαζί.
θα σε φυλάω στη χούφτα μου, θα είσαι ασφαλής.

Με άρωμα θανάτου.

Είναι πολύ έντονη η μυρωδιά που φτιάχνουμε εμείς οι δυο μαζί.
Είμαστε η πιο ακριβή κολώνια.
Πρώτα πέθανα εγώ για σένα και τώρα πεθαίνεις εσύ για μένα.
Αργοπεθαίνεις.
Μη νομίζεις, ούτε για μένα ήταν εύκολος θάνατος.
Και ποιός θάνατος ήταν ποτέ εύκολος, για να είναι ο δικός μας?
Πέθανα στον ύπνο μου, πέθανα όταν τοξικά δάκρυα κύλησαν στο μάγουλό μου,..
Σκότωσα μαζί κι εσένα που με έπεισες κάποτε οτι η μυρωδιά μας θα ταξιδεύει
για πάντα στους αιθέρες.

Κλείσε τα μάτια σου.

Κλείσ' τα. Σου είπα πως στο σκοτάδι θα μπορείς να αισθάνεσαι πιο έντονα.
Στο σκοτάδι θα μάθεις να μη φοβάσαι, θα μάθεις να υπολογίζεις τον πόνο.
Θα μάθεις να μυρίζεις τα σκατά.