Φυλλοβόλο.

Σήμερα, όπως θα πέφτουν τα φύλλα, κατακόκκινα πάνω σου.
Ψυχρό λουτρό, μέσα στο κατα-χείμωνο. Δεν θα κρυώνεις.
Θα σε σκεπάσουν. Μόνο μια, δυο τούφες απο τα μαλλιά σου
θα φαίνονται. Μου ζήτησες τριαντάφυλλα - Δε βρήκα.
Δεν ευδοκιμούν εδώ. Είναι πολύ το κρύο.
Μου ζήτησες τουλίπες. - Επιμένω. Δεν σου ταιριάζουν.
Φύλλα κόκκινα, πλατιά προτιμώ. Θα τα ράψω μεταξύ τους,
για να σε σκεπάζω τα βράδια. Μου δίνω λίγες ακόμα μέρες
περιθώριο, για να μείνω μόνη στο κρεβάτι μου, με μια ντουζίνα
ρημαγμένα φύλλα στην αγκαλιά μου, μούσκεμα κι εκείνα απο το
κλάμα. Μη μου τα πάρεις κι αυτά. Μη με αποξηράνεις.


Στη βιβλιοθήκη.

Η γριά αναστήθηκε. Τρεις μέρες τρέχουμε τώρα. Και καλά εσύ, αλλά εγώ? Εγώ γιατί?
Εγώ είμαι γριά. Δεν είμαι εγώ για αυτά. Τρέχω χωρίς να ξέρω το γιατί. Ακόμα και να μου το εξήγησε κάποιος, δεν θα το κατάλαβα. Νιώθω χαζή.
Στραβοκαταπίνω για να κατέβει ο κόμπος, που ενώνει το στομάχι μου με τον οισοφάγο.
Περπατώ μέσα στο δωμάτιο με τους υπολογιστές, απο γωνία σε γωνία, χιαστή, με λιτά βήματα, για να μην ενοχλώ. Τα παπούτσια μου τρίζουν στα μάρμαρα. Χτυπάει η πόρτα και μου διακόπτει αυτό το άπληστο χασμουρητό.
- Θέλεις μήπως βοήθεια?
- Τι άλλο να ζητήσω? Ίσως λίγη απο την προσοχή σου. Θέλω να με αγκαλιάζεις τη μέρα, όπως με αγκαλιάζεις τη νύχτα. Τότε με αγαπάς και με σφίγγεις ή είναι τόσο το σκοτάδι, που με μπερδεύεις με άλλη?