Στη βιβλιοθήκη.

Η γριά αναστήθηκε. Τρεις μέρες τρέχουμε τώρα. Και καλά εσύ, αλλά εγώ? Εγώ γιατί?
Εγώ είμαι γριά. Δεν είμαι εγώ για αυτά. Τρέχω χωρίς να ξέρω το γιατί. Ακόμα και να μου το εξήγησε κάποιος, δεν θα το κατάλαβα. Νιώθω χαζή.
Στραβοκαταπίνω για να κατέβει ο κόμπος, που ενώνει το στομάχι μου με τον οισοφάγο.
Περπατώ μέσα στο δωμάτιο με τους υπολογιστές, απο γωνία σε γωνία, χιαστή, με λιτά βήματα, για να μην ενοχλώ. Τα παπούτσια μου τρίζουν στα μάρμαρα. Χτυπάει η πόρτα και μου διακόπτει αυτό το άπληστο χασμουρητό.
- Θέλεις μήπως βοήθεια?
- Τι άλλο να ζητήσω? Ίσως λίγη απο την προσοχή σου. Θέλω να με αγκαλιάζεις τη μέρα, όπως με αγκαλιάζεις τη νύχτα. Τότε με αγαπάς και με σφίγγεις ή είναι τόσο το σκοτάδι, που με μπερδεύεις με άλλη?


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου