Ασθένειες του ανθρώπινου οργανισμού.


Θέλω να μιλήσω και αναστενάζω. Θέλω να τραγουδήσω και κλαίω. Να ένα λυπητερό τραγούδι σκέφτομαι. Τελειώνει κι αυτό σιγά σιγά. Θα τραγουδήσω άλλο λέω. Και κλαίω ξανά. Πως αντικατέστησα τα τραγούδια με λυγμούς; Πως γίνεται στα μάτια μου να κλαίνε χείμαροι; Πως θα μπορέσω να βρω τον εαυτό μου μέσα σε όλο αυτό; Πως θα με αναγνωρίσω σε τόση θολούρα; Πως θα εξοντώσω αυτό που σαπίζει μέσα μου; Αυτό που μυρίζεις όταν με πλησιάζεις. Πως θα αντιμετωπίσω τους δαίμονες μου, όταν σε μυρίζω ακόμη στα χέρια μου; Πως να σου ξανά τραγουδήσω, όταν οι χορδές μου έχουν δεθεί κόμπος; Με τι φωνή να σ' αποχαιρετήσω; Πως θα βρω τη δύναμη; Πως θα βρω τη δύναμη όταν κοιμάμαι στον καναπέ στριμωχτά, ώστε να μην υπάρχει κενό δίπλα και σε αναζητήσω.

Δεν αγκαλιάζονται τα κόκαλα.


Πόσα να 'ναι τα σκοτάδια που με πλακώνουν τώρα; Με βάραινε και πριν αυτό το καταπλάκωμα, όμως μας βάραινε μαζί κι όπως περνούσα το χέρι μου γύρω απ΄το λαιμό σου ένιωθα πως τίποτα δεν μας ξεπερνά. Γιατί εμάς, τίποτα δεν μας ξεπερνά. Ποιος αμέλησε να με τιμωρήσει όταν μου έπρεπε και τώρα αυτοτιμωρούμαι; Ποιος κατάπινε παθητικά το σάλιο του όταν έβλεπε το κεφάλι μου να διχοτομείται; Ποιο είναι το φάρμακο που επουλώνει τις πληγές; Ποια είναι η ουσία που παγώνει το αίμα; Λέγεται απώλεια και καθιστά το σώμα δύσκαμπτο. Λέγεται ανεκπλήρωτη επιθυμία και βουβαίνει στ' αυτιά μου όλους τους αναπαραγόμενους διαλόγους. Λέγεται ενσωμάτωση του εαυτού μου στο δικό σου και μου σαμποτάρει τα βήματα πρίν καν ξεκινήσω. Καθρεφτισμός του εαυτού μου μέσα στο δικό σου. Η αγάπη δεν έμαθε ποτέ να ζει πίσω από κάγκελα κι εγώ σε έντυσα ολόκληρη με κλειδαριές. Κι πέταξα τα κλειδιά στη λεκάνη. Δυο πεινασμένα κτήνη, εγκλωβισμένα σε φανταχτερό κελί, μανιασμένα κατατρώνε το ένα την ελκυστική σάρκα του άλλου. Κι αν δε χορτάσουμε ποτέ;; Κι αν την καταβροχθίσουμε όλη; Τι θα μας μείνει μετά για να αγαπάμε; Τι θα μείνει για να διεγείρει τις αισθήσεις μας; Τι θα μείνει να λατρεύουμε; Δεν αγκαλιάζονται τα κόκαλα.

Συναισθήματα α' & β' ενικού.


Νιώθεις πως έσπειρα το θάνατο. Νιώθεις ότι πλακώνω το στήθος σου. Νιώθω πως δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που θέλω να είμαι. Νιώθεις πως ξερίζωσα όσα εσύ προσεκτικά φύτευες. Νιώθω πως δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που θέλω να είμαι. Νιώθεις πως μουτζούρωσα όσα μέχρι τώρα εσύ ζωγράφιζες. Νιώθω πως δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που θέλω να είμαι. Νιώθεις πως αποξήρανα τα νυχτολούλουδα, που υπεύθυνα εσύ πότιζες. Νιώθω πως δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που θέλω να είμαι. Νιώθεις πως σε πρόδωσα. Μα δεν είναι ο προδότης, εκείνος που θέλω να ‘μαι. Δεν είναι ο ψεύτης αυτός που θέλω να ‘μαι. Δεν είναι ο άκαρδος αυτός που θέλω να ‘μαι. Δεν ήμουν εγώ αυτός που θέλω να ‘μαι. Ποιός χέστηκε για το πώς νιώθω τελικά; Μόνο ελπίζω να νιώσεις ασφαλής.

Δε βγαίνεις απο μΕΣα μοΥ.


Ο χειρότερος εφιάλτης μου. Κυματοθραύστες τα μάτια μας απόψε/ Κυματοθραύστες τα χείλη . Κι όμως βυθιζόμαστε. Δε λειτουργούν τα φώτα. Τα κάψαμε. Και πως μπόρεσα, μετά από τέτοια νύχτα; Πως μπόρεσα; Μετά από τόση αυθόρμητη ευτυχία; Πως μπόρεσα; Αφού κουρτίνες ,τα δάκρυα μου, σκέπασαν το πρόσωπο μου. Μαύρισαν οι καρδιές μας. Πως τόλμησα; Κενό, γαμώ την ψυχή μου. -ΚΕΝΟ- Δείχνει πως έχω χάσει τη μιλιά μου. Ακούω μια φωνή που δε βγαίνει από μέσα μου. Δεν σκόπευα ποτέ. Ποτέ. Δε βγαίνει απο μέσα μου. Ακούω ησυχία, μα δε νιώθω ακόμα τη γαμημένη την ηρεμία. Ποτέ. Δε βγαίνει απο μέσα μου.

Τί φοβούνται τα αρπακτικά;


Όταν όλοι -αν όχι όλοι, κάποιοι- θα στέκονται τριγύρω σου, ορισμένοι πιο εκφραστικοί στο πλάι σου. Φθινοπωρινά λουλούδια θα μυρίζουν τα χέρια τους. Ήσυχοι κοντοστέκονται απαξιώντας για τη μπόχα που βγάζουν τα λιβάνια. Ένα κυκλάμινο σου λείπει. Πολύ θα μου ταίριαζε για στολίδι σου. Πολύ θα μου ταίριαζε. Οι τάφοι είναι σκιάχτρα. Για να φοβίζουν τα αρπακτικά. Διώχνουν τους θρηνούντες. Τους εξοστρακίζουν. Αρνούμαι να υπακούσω στη λατρεία που τράφηκε για τους τάφους στα βάθη των αιώνων. Πήγα και μόνη μου πολλές φορές. Ο τάφος ποτέ δε μου μίλησε.

I love how you...


Φόρεσα τα ζεστά μου ρούχα και είπα πως φέτος, θα το αντέξω το κρύο. Έδεσα σφιχτά τα κορδόνια μου και είπα πως αυτή τη φορά δεν θα πέσω, δεν θα τα πατήσω. Οδήγησα το αμάξι και εγκαινίασα στα τζάμια μου, χειμερινή θολούρα από χνώτα. Όσα χρόνια κι αν περάσουν θα θυμάμαι τη ζωγραφιά σου στο τζάμι του αυτοκινήτου. Είναι από αυτές τις στιγμές, φωτογραφικής μνήμης, που γεμίζουν το σκληρό μου δίσκο, που η ανοικοκυροσύνη μου τον κατάντησε κουρέλι. Είναι αυτές οι ώρες, που το πάθος δεν κυριεύει το μυαλό – Και τότε μέχρι κι εγώ απορώ – Είναι αυτές οι ώρες που γιορτάζω, επειδή νιώθω ακόμα πως μπορώ να αγαπώ. Μπορεί όχι εμένα, μα εσένα σ’ αγαπώ.

Ο καλός και ο κακός.


Σα να μη μπορούσα πια ν’ αγγίξω την αλήθεια, έτσι ένιωσα και λύγισαν τα πόδια μου. Σα να μην είχα χέρια για να πνίξω το χρόνο μπρός στα μάτια μου. Σαν τα φώτα να χάνονταν από μπροστά μου – απαγωγή παιδιού που ποτέ δεν ξανά κοιμήθηκε στην κούνια του. Ποτέ δε φώλιασε ξανά στο κρεβάτι των γονιών του. Είκοσι χρόνια πέρασαν κι ακόμα το θυμούνται μωρό, με τα ροδαλά του μάγουλα. -Πού ήσουν όταν σε χρειαζόμουν? Πού ήσουν τότε που η βροχή χτυπούσε τα παράθυρα στο σαλόνι? - Μιλάς, σα να μην υπήρξα ποτέ. - Όχι, μιλάω σα να μην υπήρξαμε ποτέ. Κι όταν νιώθω ότι πλησιάζω στο να μάθω να βλέπω ξανά, τότε στέκεσαι μπροστά μου όρθιος και μου ζητάς εξηγήσεις. Αφού δεν δείχνεις αυτό που είσαι, αφού οι ευθύνες σε φοβίζουν. Δεν μπορώ να βάλω το χρόνο στο γρήγορο, αλλά ούτε και να τον γυρίσω πίσω. Πλησιάζω τα είκοσι δύο κι από τη μέρα που γεννήθηκα δεν έχω σταματήσει να ακούω τον ήχο που κάνει το ρολόι που φοράς στο αριστερό σου χέρι. Κι αν αυτό σου ακούγεται πολύ και σε κάνει να νιώθεις ολοκληρωμένος άνθρωπος, θα πρέπει να σου πω ότι από τα είκοσι δύο μου χρόνια, ζήτημα να περάσαμε μαζί τα δύο. Ένα χρονόμετρο ακουμπισμένο στον πάγκο που αφήνεις τα κλειδιά σου, έγραφε πεντάλεπτα και ύστερα σταματούσε. Έφευγες, έφευγα.. Δεν έχει σημασία, πάντως δεν ήμασταν ποτέ για πολύ, εκεί. Κι όμως, αν έβρισκες ποτέ τη δύναμη να ξεριζώσεις την καρδιά μου, προσπερνώντας την αγάπη που μου τρέφεις, αν την εξέταζες με τις πιο σύγχρονες μεθόδους, θα μπορούσες να διαγνώσεις πια ξεκάθαρα το πόσο σ αγαπώ, πόσο σε θαυμάζω, πόσο θέλω να σου μοιάσω, πόσο φοβάμαι πως τελικά ίσως και να σου μοιάζω. Πόσο θυμώνω όταν καταδικάζω τους ανθρώπους, γιατί δεν είναι αρκετά καλοί, όσο εσύ. Και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, θέλω να ξέρεις ότι είμαι ακόμη παιδί, το δικό σου το παιδί, και δεν γλυκαίνομαι με δώρα. Μου αρκείς εσύ.

Στην κατάψυξη.


Είναι ανόητο, να πιστεύεις ότι ξέρεις μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άλλος. Δεν του αφήνεις τα περιθώρια να σε εκπλήξει. Του αφαιρείς την ικανότητα να σε εντυπωσιάσει. Τον διατηρείς στάσιμο και του διακόπτεις την εξέλιξη. Του κλείνεις το δρόμο για την ατομική του επανάσταση. Πόσο απότομα, θα αισθανόταν κανείς μόνος, αν κατάφερνε να συνειδητοποιήσει ότι έχει προκαλέσει κάτι τέτοιο στον εαυτό του και στους γύρω του; Αιώνια διαρκής επίθεση, σ΄αυτούς που είναι δίπλα σου, πραγματικά δίπλα σου. Και τότε εσύ, ο εκνευριστικός άνθρωπος, εισβάλλεις για να τους πεις βάναυσα ότι ως εκεί μπορούν, δεν έχουν τίποτα άλλο να δώσουν και πως εσύ ξέρεις, μέχρι πού εκείνοι δύνανται. Δεν μπορείς να καταψύχεις ανθρώπους, σε βαθιά κατάψυξη και να τους αποψύχεις όταν θα έχεις ανακαλύψει ότι το μόνο που κατάφερνες ήταν να τους περιορίζεις . Έχουν κόψει τα σχοινιά, δε σε χρειάζονται. Θα λάμψουν σύντομα, όταν εσύ θα απορρίπτεις αλλεπάλληλα τον εαυτό σου. Αυτοπεριορίζονται λίγο στην αρχή, γιατί έτσι τους δίδαξες.. Κακή εκπαίδευση. Θα σταματήσουν όμως. Τους έχεις ήδη επιβεβαιώσει. Μετά απο μήνες στην κατάψυξη τίποτα δεν επανέρχεται πλήρως.

Τεκτονικές πλάκες.


Στεκόμαστε στα όρια δύο τεκτονικών πλακών. Η θέση σου είναι απέναντί μου. Εκρήξεις παντού, μέσα μας και γύρω μας. Ρίχνω το βλέμμα μου χαμηλά, στο έδαφος που βρίσκεται κάτω από τα πόδια μου.Ψάχνω αυτό, που θα μας κάνει αχώριστα ουράνια σώματα. Επαναλαμβανόμενες σεισμικές δραστηριότητες και το βλέπω από τις γροθιές στα χέρια σου ότι φοβάσαι. Σύγκρουση σε : 3, 2, 1 ! Πέφτουμε και οι δύο κάτω. Παραμένουμε όμως,εσύ εκεί κι εγώ εδώ. Τεντώνω τα χέρια μου προς το μέρος σου. Μια φανερή τάση να σε αγγίξω. Οπισθοχωρείς. Δεν σε εγκατέλειψε ο φόβος, μα δε νιώθεις τη σιγουριά για να ανταποκριθείς στην επιθυμία μου. Μισο – κλείνεις τα μάτια, για να βλέπεις καλύτερα. Εγώ είμαι, που σου κάνω νοήματα. Περπατάω πάνω κάτω σε όλο το εμβαδό της επιφάνειάς μου. Δαγκώνω τα νύχια μου. Δεύτερη σύγκρουση! Ξανά κάτω. -Χτύπησες; (Καμία απάντηση. ) -Χτύπησες λέω ; - Καλά είμαι. - Είχα αποφασίσει να σε συναντήσω, όταν θα έχω σταματήσει να σε σκέφτομαι. Δοκιμαστικά τουλάχιστον. Μήπως τελικά όλα γίνονταν πιο εύκολα, αν προλάβαινα να πηδήξω γρήγορα στη δική σου πλάκα; Θέλω να μελετήσω την επόμενή μου κίνηση. Θυμάσαι την τελευταία φορά; Έκανα το άλμα, ακούμπησα τα όριά σου – ήταν όμως πολύ κοντινό. Κρατήθηκα για λίγο, και λίγο πριν πέσω, σε έσπρωξα. Σε έσπρωξα τόσο, που τώρα δεν μπορώ να σε πιάσω.

Η τέλεια ανάγνωση.


Διανύω το 45ο δευτερόλεπτο, χωρίς να κλείσω τα βλέφαρα μου. Το βλέπεις κι εσύ, ότι δεν θα αντέξω για πολύ ακόμα. Oι βλεφαρίδες μου τρέμουν και φανερώνουν τους παλμούς της καρδιάς μου. Για σένα κρατάω τα μάτια μου ορθάνοιχτα. Για σένα, για να μπορείς να τα διαβάσεις. Μόλις ανοιγόκλεισες τα μάτια σου. Έχασες την υπομονή σου. Και τώρα επιτέλους μπορώ να τα κλείσω κι εγώ. Σφραγίζεις τα χείλη σου , σα να μου λες ότι δεν σου αρέσουν πλέον τα παιχνίδια με τα μάτια. Κάποτε τα λάτρευες. Παίζαμε ασταμάτητα. Απλά κι ανώδυνα, χωρίς τραυματισμούς. Μου δείχνεις το δρόμο για την έξοδο, μα δεν πρόλαβες να τα διαβάσεις όλα. Φταίει μάλλον, που έχω το ένα μου μάτι κουτσό. Ποτέ του δεν άνοιξε όσο το άλλο. Και μάντεψε,, βιάστηκες να πιστέψεις πως τα ξέρεις όλα. Δεν στο κρύβω, εγώ δεν ξέρω τίποτα. Δεν έκανες όμως ποτέ, την τέλεια ανάγνωση.

Βροχή μετεώρων, 49 km/s .


Με τη λάσπη στα τρακτερωτά μου παπούτσια να μου βαραίνει τα βήματα, σέρνω τα πόδια μου, μέχρι το σπίτι σου. Έπρεπε να βρέξει για να σε επισκεφθώ. Έτσι, δεν θα μπορούσες να διακρίνεις δάκρυα στο πρόσωπο μου. Η εικόνα σου, στα μάτια μου, βρεγμένη. Να περπατάς και να σου ανοίγω τις πόρτες, να σου κρατάω την ομπρέλα, να σε βαστάω στην πλάτη μου, όταν τα πόδια σου δε σε κρατούν , να σε σταματάω με το χέρι μου στο στήθος σου, όταν ορμητικά κι αφηρημένα περπατάς πρός την άσφαλτο. Βγες έξω στο μπαλκόνι σου και κοίτα κάτω. Δικές μου είναι οι πατημασιές, δικές μου είναι οι λάσπες. Μην ανησυχείς, τις έφερα και σπίτι μου. Εγώ σου λέρωσα την είσοδο, εγώ άλλαξα θέση στο χαλάκι, εγώ άνοιξα το πατζούρι σου, εγώ ξάπλωσα στον καναπέ σου,εγώ έριξα στάχτες στο τασάκι σου, εγώ άκουσα τη μουσική σου, εγώ εισέβαλα στη ζωή σου. Υπήρξα ακατάστατη, το ξέρω. Ήθελα να σου πω, ότι πάει καιρός απο το τελευταίο μας ουράνιο τόξο, τότε που ο ήλιος στεκόταν απο πίσω μας. Φοβήθηκα όμως, πως θα μου θύμιζες ότι είναι οφθαλμαπάτη.

Εραστές.


Κολλήσαμε πλάτη με πλάτη. Αν εγώ στρίψω αριστερά, εσύ ακολουθείς, χωρίς να έχεις το δικαίωμα επιλογής. Αριστερά εγώ ; Αριστερά κι εσύ. Δεξιά εσύ ; Δεξιά κι εγώ. Βρες τώρα ένα τρόπο για να συναντηθούμε εμείς οι δυο, αφού έχουμε τα χέρια μας δεμένα. 360° στροφές, γύρω από τον εαυτό μας κι ακόμα να σε αντικρύσω. Μοναδική μου παρηγοριά, ότι μας «έπιασαν» μαζί. Η πραγματική μας ένωση είναι στα χέρια. Το αριστερό δικό σου – δεξί δικό μου, δεξί δικό σου – αριστερό δικό μου. Και τρέμω, μήπως ιδρώσουν και αποχωριστούν. Κράτα με. Έτσι όταν θα σε χτυπούν. . θα πονάω εγώ, όταν δακρύζεις, θα δακρύζω. Όμηροι στην ίδια απαγωγή. Εραστές του λάθους / πάθους. Κοίτα, τώρα ανήκουμε στην ίδια συνομωσία.

White in August.


Σε ανώνυμα γράμματα θα σου στέλνω στοίβες τα λόγια. Δεν θα προλαβαίνω να σου περιγράψω τι νιώθω, δε θα προλαβαίνεις να ανασάνεις μέσα στο κατακαλόκαιρο. Μια ακόμα παράγραφος και σκουπίζεις τον ιδρώτα στους κροτάφους σου. Ένας ακόμη Αύγουστος κοχλάζει μπροστά μας. Μύρισε τις καλαμωτές, τις φλούδες καρπουζιού, τα πηχτά αντιηλιακά, τη μυρωδιά από τα πλαστικά φουσκωτά στη θάλασσα. Φοβάμαι να σε αποχωριστώ. Πολύ φοβάμαι, πως δεν το θέλω να σε αποχωριστώ. Αυτό μου στοιχίζει περισσότερο. Αύγουστος, κι εσένα το δέρμα σου θα παραμένει λευκό, σα λευκόσαρκο ροδάκινο. Πλησιάζει η εποχή τους κι εσύ μόνο θα λείπεις. Αύγουστος, κι όταν σμίξουμε θα είμαστε σαν ασπρόμαυρη ταινία. Τα πρώτα μας λεπτά, βουβός κινηματογράφος. Αδυνατώ να οραματιστώ το τέλος αυτή τη φορά. Μη μου πεις ότι μπορείς εσύ. .Εγώ είμαι ερασιτέχνης.

Πρόχειρα μηνύματα.


Κι από τότε, κάθε βράδυ σκέφτομαι πως ίσως ταξιδεύεις και να σου τηλεφωνήσω. Πως ίσως ταξιδεύεις, με τρόπο, που εύκολα θα σε περνούσαν για μοναχικό άτομο, και πολύ θα ΄θελα να σου κρατήσω συντροφιά. Να σου κρατήσω,; Να μου κρατήσεις; Θα τό ΄θελα πάντως. Αν υπάρχει για τον καθένα μας κάτι που μας συμπληρώνει, τότε εγώ έχασα κάθε επαφή μ' αυτό. Αν κι αυτό,το περίμενα να το αισθανθώ. Ήθελα να μπορώ να δω τα πράγματα απο άλλη οπτική γωνία. Αλλά ξέρεις, σε όποια γωνία κι αν σταθώ, μου είναι αδύνατο να σε δω. Κύκλους σε φέρνω και χάνω το επίκεντρο. Κι από τότε, κάθε βράδυ σκέφτομαι πως δεν μου αρέσει να κοιμάμαι χωρίς εσένα. Είναι, λένε ο ύπνος, απο τις πιο σημαντικές ώρες του εικοσιτετραώρου. Αυτό πιστεύω κι εγώ, γιατί τότε μόνο μπορώ να σε δω. Καληνύχτα.

Retreat! Retreat!


Η αγκαλιά σου κλείδωσε. Κοιτάς στον καθρέφτη, μπροστά σου. Για δες.. Κάπου ανάμεσα στις ρωγμές, σα να βλέπεις εμένα, με τα χέρια σταυρωμένα, ιδρωμένα μόνο στα σημεία επαφής. Εσύ, εγώ , εμείς. Δεξί χέρι και αριστερό εφάπτονται τέλεια. Δεν τη λες παθητική αυτή μας τη στάση. Το σήμα, απαγορευτικό. Κι ό,τι μου απαγορεύει, μου φαίνεται αδύνατο. Ανοίγω τα χέρια μου - αμβλεία γωνία - για να σε υποδεχτώ. Κλειστοί οι δρόμοι, κατεβασμένα τα ρολά και μπροστά μου η επιγραφή "ΜΗΝ ΕΙΣΕΡΧΕΣΤΕ". Μια κηλίδα στο πάτωμα, αιμορραγώ. Δεν σoυ ζητώ το λόγο. Ήταν ο μόνος τρόπος να βγείς απο μέσα μου. Και με φρόντισες μέχρι και τώρα. Δεν με πυροβόλησες. Εσύ κουράστηκες, έσκισες το δέρμα μου και βγήκες. Και το απεύχομαι να δω έστω και μια σου σταγόνα να τρέχει. Είμαι άοπλη. "Κλείσε τα χέρια σου! Δεν τις αντέχουμε τις σφιχτές αγκαλιές", μου λες. Και μου απαγορεύεις την είσοδο, για να μη μπω, να μη σε ρημάξω. Τί κι αν ηλικιακά πληρώ τις προδιαγραφές? Τι κι αν μόλις με πρωτο αποκωδικοποίησε ο δέκτης σου, σου φάνηκα ακίνδυνη? Μόνη μου μπάζωσα το δρόμο. Σβήσαν ξανά τα φώτα. Εγώ τα έσβησα κι εσύ έκαψες την ασφάλεια. Θα έρθει ένα φεγγάρι να μας φωτίσει ξανά. Θα βλέπω να σ' αγκαλιάσω, χωρίς να σε τσαλαπατήσω, χωρίς να σηκώσω χώμα να σε πνίξω, χωρίς να σε κάνω να νιώσεις πως σε μισώ. Δεν θα σε αναγκάσω να με μισήσεις. Δεν θα σε αναγκάσω να μετανοιώσεις. Υποχωρώ.

Όταν φταίς εσύ, που ενοχλείς και ενοχλείσαι.

Για ποιά συλλογιστική πορεία μιλάς; Λες και υπήρξε ποτέ. Κριτική αυθαιρεσία κι εκφραστική συστολή -ποτέ κοινωνική-. Συστολή, στην ομαλή κύλιση της έκφρασής. Και τα εναπομείναντα συναισθήματα -με τη μυρωδιά σάρκας, που φλέγεται- καίγονται και διαστέλλονται. Η φλόγα εκτείνεται ασταμάτητα, ψάχνοντας νερό να ξεδιψάσει. Ακούγεται ευρύχωρο στ' αυτιά. Είναι όμως πολύ στριμωγμένο, στην ιδέα και μόνο. Εδώ έγκειται το μεγαλύτερο πρόβλημα. Φαντάσου, το πρόβλημα σαν ένα συμπαγές μεγάλο κουτί. Έξω απο αυτό, όλοι αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει και κανείς δε μιλάει. Μέσα απο αυτό, διαταραχή της διακύμανσης του συναισθήματος. Τώρα είσαι εγκλωβισμένη. Θες να δεις τι κρύβεται εκεί έξω, αλλά είναι τόσο στριμωχτά, που σε αναγκάζει να εκλιπαρείς για απομόνωση, με στόχο να απλωθείς λίγο. Δεν χωράς. Δεν χωράς πια. Η πρώτη συνειδητοποίηση που έπρέπε να κάνει κανείς, έγινε μόλις. Προκαλείς συμφόρηση, που ΕΝΟΧΛΕΙ. Όταν ξεδιπλώνεις τις σκέψεις σου, με χαρακτηριστική αμεσότητα γλώσσας , διαύγεια των εικόνων και των μεταφορών που χρησιμοποιείς, αλλά με επιστημονική αμάθεια και ολοσχερή έλλειψη πνευματικής διαύγειας, - Ναι, τότε φαίνεται πως ενοχλείς. Κι εσένα κι εκείνους.

Ξεραμένο αίμα.


Κουρασμένη απ'τη φασαρία και τα δυο μου αυτιά βουίζουν. Κι αν αυτά βουίζουν, πώς μπορώ εγώ να ακούσω τις σκέψεις μου? Κι αν δεν έχω τελικά σκέψεις? Τι θα γίνει τότε? Ανησυχώ. Αδυνατώ να το προσδιορίσω. Ανοιξιάτικη απραγία και διανοητικό έλκος. Μια ξαφνική επιθυμία να ξεσφίξω την κυκλοθυμική μου ζώνη. Μυρίζω ξεραμένο αίμα. Πες μου, σε πλήγωσα πολύ? Ήταν βαθύ κόκκινο το αίμα που κύλησε στο στήθος σου? Λέκιασες τα σεντόνια μου. Ήσουν εδώ δίπλα μου και μόλις έφυγες? Εσύ ήσουν. Σε μυρίζω. Σε μυρίζω ακόμα. Ήσουν εδώ.

Θρασύδειλη.

Και όσο προχωρώ συνειδητοποιώ πως χάρη σε σένα έμαθα να περπατώ. Κι όταν κλείνω τα μάτια μου για να αισθανθώ, ξέρω πως εσύ, μου το 'μαθες κι αυτό. Κι όταν τα χάνω και δυσκολεύομαι να ανασάνω, σκέφτομαι πως, όσο εσύ δρόσιζες τα πνευμόνια μου, εγώ προλάβαινα μόνο να πω " ευχαριστώ". Από τη μια μου ανάσα, μέχρι την άλλη -λαχανιασμένη- ποτέ δε χαράμισα το "ευχαριστώ", ούτε για ένα "σ' αγαπώ". Τί δειλή.. Δειλή, με διδακτορικό στο φόβο. Θρασύδειλή! Μα πάλι δε μου ακούγεται αρκετό. Σε περίμενα. Αχ.. Ούτε κι εσύ ξέρεις πως σε περίμενα. Και όσο πολύ περίμενα να έρθεις σε μένα, άλλο τόσο περίμενα να φύγεις απο μένα. Ήθελα να νιώθω ότι σε πρόλαβα, ότι εγώ ήμουν εκείνη που αποφάσισε να φύγεις. Έτσι, δεν θα προλάβαινα να πληγωθώ, δεν θα προλάβαινα καν να στεναχωρηθώ. Και τι κατάλαβα? Έφυγες/. Και τώρα λείπεις. Κι εγώ σκουριασμένη, δύσκαμπτη και ακατανόητα ασαφής προσπαθώ να μου δώσω απαντήσεις. Γιατί τρέχω φοβισμένη? Γιατί τρέχω φοβισμένη προς την αντίθετη κατεύθυνση?

Τρίχες.

Σκέφτομαι και γράφω, μέχρι να μου πέσουν όλα τα μαλλιά. Κι εσύ..Εσύ φέρνεις βόλτες γύρω μου, ψάχνοντας για σκούπα και φαράσι. Ποτέ μου δεν ήμουν παστρικιά.
Αποφεύγεις να με κοιτάξεις στα μάτια, το νιώθω. Αυτή την αμηχανία, την έχω ξανα ζήσει.
Μοιάζει με εκείνη της μοιχείας. Σκύβεις το κεφάλι και σκουπίζεις τις μαδημένες μου τρίχες. Ρίχνεις κλεφτές ματιές στο σβέρκο μου, που για πρώτη φορά αντικρίζεις γυμνό.
Δεν είμαι πια όμορφη, αλλά και μόνο που σε ακούω να ανοίγω - κλείνεις πόρτες στο σπίτι, αισθάνομαι ζωντανή. Αυτό μου αρκεί.
Δεν είμαι πια όμορφη , σου λέω.
Δεν πειράζει λες, και με αγκαλιάζεις.
Σφίξε με, να μη μπορώ να ανασάνω. Σφίξε με, για να μπορώ να αφεθώ.