Όταν φταίς εσύ, που ενοχλείς και ενοχλείσαι.

Για ποιά συλλογιστική πορεία μιλάς; Λες και υπήρξε ποτέ. Κριτική αυθαιρεσία κι εκφραστική συστολή -ποτέ κοινωνική-. Συστολή, στην ομαλή κύλιση της έκφρασής. Και τα εναπομείναντα συναισθήματα -με τη μυρωδιά σάρκας, που φλέγεται- καίγονται και διαστέλλονται. Η φλόγα εκτείνεται ασταμάτητα, ψάχνοντας νερό να ξεδιψάσει. Ακούγεται ευρύχωρο στ' αυτιά. Είναι όμως πολύ στριμωγμένο, στην ιδέα και μόνο. Εδώ έγκειται το μεγαλύτερο πρόβλημα. Φαντάσου, το πρόβλημα σαν ένα συμπαγές μεγάλο κουτί. Έξω απο αυτό, όλοι αντιλαμβάνονται τι συμβαίνει και κανείς δε μιλάει. Μέσα απο αυτό, διαταραχή της διακύμανσης του συναισθήματος. Τώρα είσαι εγκλωβισμένη. Θες να δεις τι κρύβεται εκεί έξω, αλλά είναι τόσο στριμωχτά, που σε αναγκάζει να εκλιπαρείς για απομόνωση, με στόχο να απλωθείς λίγο. Δεν χωράς. Δεν χωράς πια. Η πρώτη συνειδητοποίηση που έπρέπε να κάνει κανείς, έγινε μόλις. Προκαλείς συμφόρηση, που ΕΝΟΧΛΕΙ. Όταν ξεδιπλώνεις τις σκέψεις σου, με χαρακτηριστική αμεσότητα γλώσσας , διαύγεια των εικόνων και των μεταφορών που χρησιμοποιείς, αλλά με επιστημονική αμάθεια και ολοσχερή έλλειψη πνευματικής διαύγειας, - Ναι, τότε φαίνεται πως ενοχλείς. Κι εσένα κι εκείνους.

Ξεραμένο αίμα.


Κουρασμένη απ'τη φασαρία και τα δυο μου αυτιά βουίζουν. Κι αν αυτά βουίζουν, πώς μπορώ εγώ να ακούσω τις σκέψεις μου? Κι αν δεν έχω τελικά σκέψεις? Τι θα γίνει τότε? Ανησυχώ. Αδυνατώ να το προσδιορίσω. Ανοιξιάτικη απραγία και διανοητικό έλκος. Μια ξαφνική επιθυμία να ξεσφίξω την κυκλοθυμική μου ζώνη. Μυρίζω ξεραμένο αίμα. Πες μου, σε πλήγωσα πολύ? Ήταν βαθύ κόκκινο το αίμα που κύλησε στο στήθος σου? Λέκιασες τα σεντόνια μου. Ήσουν εδώ δίπλα μου και μόλις έφυγες? Εσύ ήσουν. Σε μυρίζω. Σε μυρίζω ακόμα. Ήσουν εδώ.

Θρασύδειλη.

Και όσο προχωρώ συνειδητοποιώ πως χάρη σε σένα έμαθα να περπατώ. Κι όταν κλείνω τα μάτια μου για να αισθανθώ, ξέρω πως εσύ, μου το 'μαθες κι αυτό. Κι όταν τα χάνω και δυσκολεύομαι να ανασάνω, σκέφτομαι πως, όσο εσύ δρόσιζες τα πνευμόνια μου, εγώ προλάβαινα μόνο να πω " ευχαριστώ". Από τη μια μου ανάσα, μέχρι την άλλη -λαχανιασμένη- ποτέ δε χαράμισα το "ευχαριστώ", ούτε για ένα "σ' αγαπώ". Τί δειλή.. Δειλή, με διδακτορικό στο φόβο. Θρασύδειλή! Μα πάλι δε μου ακούγεται αρκετό. Σε περίμενα. Αχ.. Ούτε κι εσύ ξέρεις πως σε περίμενα. Και όσο πολύ περίμενα να έρθεις σε μένα, άλλο τόσο περίμενα να φύγεις απο μένα. Ήθελα να νιώθω ότι σε πρόλαβα, ότι εγώ ήμουν εκείνη που αποφάσισε να φύγεις. Έτσι, δεν θα προλάβαινα να πληγωθώ, δεν θα προλάβαινα καν να στεναχωρηθώ. Και τι κατάλαβα? Έφυγες/. Και τώρα λείπεις. Κι εγώ σκουριασμένη, δύσκαμπτη και ακατανόητα ασαφής προσπαθώ να μου δώσω απαντήσεις. Γιατί τρέχω φοβισμένη? Γιατί τρέχω φοβισμένη προς την αντίθετη κατεύθυνση?