Στην κατάψυξη.


Είναι ανόητο, να πιστεύεις ότι ξέρεις μέχρι πού μπορεί να φτάσει ο άλλος. Δεν του αφήνεις τα περιθώρια να σε εκπλήξει. Του αφαιρείς την ικανότητα να σε εντυπωσιάσει. Τον διατηρείς στάσιμο και του διακόπτεις την εξέλιξη. Του κλείνεις το δρόμο για την ατομική του επανάσταση. Πόσο απότομα, θα αισθανόταν κανείς μόνος, αν κατάφερνε να συνειδητοποιήσει ότι έχει προκαλέσει κάτι τέτοιο στον εαυτό του και στους γύρω του; Αιώνια διαρκής επίθεση, σ΄αυτούς που είναι δίπλα σου, πραγματικά δίπλα σου. Και τότε εσύ, ο εκνευριστικός άνθρωπος, εισβάλλεις για να τους πεις βάναυσα ότι ως εκεί μπορούν, δεν έχουν τίποτα άλλο να δώσουν και πως εσύ ξέρεις, μέχρι πού εκείνοι δύνανται. Δεν μπορείς να καταψύχεις ανθρώπους, σε βαθιά κατάψυξη και να τους αποψύχεις όταν θα έχεις ανακαλύψει ότι το μόνο που κατάφερνες ήταν να τους περιορίζεις . Έχουν κόψει τα σχοινιά, δε σε χρειάζονται. Θα λάμψουν σύντομα, όταν εσύ θα απορρίπτεις αλλεπάλληλα τον εαυτό σου. Αυτοπεριορίζονται λίγο στην αρχή, γιατί έτσι τους δίδαξες.. Κακή εκπαίδευση. Θα σταματήσουν όμως. Τους έχεις ήδη επιβεβαιώσει. Μετά απο μήνες στην κατάψυξη τίποτα δεν επανέρχεται πλήρως.

Τεκτονικές πλάκες.


Στεκόμαστε στα όρια δύο τεκτονικών πλακών. Η θέση σου είναι απέναντί μου. Εκρήξεις παντού, μέσα μας και γύρω μας. Ρίχνω το βλέμμα μου χαμηλά, στο έδαφος που βρίσκεται κάτω από τα πόδια μου.Ψάχνω αυτό, που θα μας κάνει αχώριστα ουράνια σώματα. Επαναλαμβανόμενες σεισμικές δραστηριότητες και το βλέπω από τις γροθιές στα χέρια σου ότι φοβάσαι. Σύγκρουση σε : 3, 2, 1 ! Πέφτουμε και οι δύο κάτω. Παραμένουμε όμως,εσύ εκεί κι εγώ εδώ. Τεντώνω τα χέρια μου προς το μέρος σου. Μια φανερή τάση να σε αγγίξω. Οπισθοχωρείς. Δεν σε εγκατέλειψε ο φόβος, μα δε νιώθεις τη σιγουριά για να ανταποκριθείς στην επιθυμία μου. Μισο – κλείνεις τα μάτια, για να βλέπεις καλύτερα. Εγώ είμαι, που σου κάνω νοήματα. Περπατάω πάνω κάτω σε όλο το εμβαδό της επιφάνειάς μου. Δαγκώνω τα νύχια μου. Δεύτερη σύγκρουση! Ξανά κάτω. -Χτύπησες; (Καμία απάντηση. ) -Χτύπησες λέω ; - Καλά είμαι. - Είχα αποφασίσει να σε συναντήσω, όταν θα έχω σταματήσει να σε σκέφτομαι. Δοκιμαστικά τουλάχιστον. Μήπως τελικά όλα γίνονταν πιο εύκολα, αν προλάβαινα να πηδήξω γρήγορα στη δική σου πλάκα; Θέλω να μελετήσω την επόμενή μου κίνηση. Θυμάσαι την τελευταία φορά; Έκανα το άλμα, ακούμπησα τα όριά σου – ήταν όμως πολύ κοντινό. Κρατήθηκα για λίγο, και λίγο πριν πέσω, σε έσπρωξα. Σε έσπρωξα τόσο, που τώρα δεν μπορώ να σε πιάσω.

Η τέλεια ανάγνωση.


Διανύω το 45ο δευτερόλεπτο, χωρίς να κλείσω τα βλέφαρα μου. Το βλέπεις κι εσύ, ότι δεν θα αντέξω για πολύ ακόμα. Oι βλεφαρίδες μου τρέμουν και φανερώνουν τους παλμούς της καρδιάς μου. Για σένα κρατάω τα μάτια μου ορθάνοιχτα. Για σένα, για να μπορείς να τα διαβάσεις. Μόλις ανοιγόκλεισες τα μάτια σου. Έχασες την υπομονή σου. Και τώρα επιτέλους μπορώ να τα κλείσω κι εγώ. Σφραγίζεις τα χείλη σου , σα να μου λες ότι δεν σου αρέσουν πλέον τα παιχνίδια με τα μάτια. Κάποτε τα λάτρευες. Παίζαμε ασταμάτητα. Απλά κι ανώδυνα, χωρίς τραυματισμούς. Μου δείχνεις το δρόμο για την έξοδο, μα δεν πρόλαβες να τα διαβάσεις όλα. Φταίει μάλλον, που έχω το ένα μου μάτι κουτσό. Ποτέ του δεν άνοιξε όσο το άλλο. Και μάντεψε,, βιάστηκες να πιστέψεις πως τα ξέρεις όλα. Δεν στο κρύβω, εγώ δεν ξέρω τίποτα. Δεν έκανες όμως ποτέ, την τέλεια ανάγνωση.

Βροχή μετεώρων, 49 km/s .


Με τη λάσπη στα τρακτερωτά μου παπούτσια να μου βαραίνει τα βήματα, σέρνω τα πόδια μου, μέχρι το σπίτι σου. Έπρεπε να βρέξει για να σε επισκεφθώ. Έτσι, δεν θα μπορούσες να διακρίνεις δάκρυα στο πρόσωπο μου. Η εικόνα σου, στα μάτια μου, βρεγμένη. Να περπατάς και να σου ανοίγω τις πόρτες, να σου κρατάω την ομπρέλα, να σε βαστάω στην πλάτη μου, όταν τα πόδια σου δε σε κρατούν , να σε σταματάω με το χέρι μου στο στήθος σου, όταν ορμητικά κι αφηρημένα περπατάς πρός την άσφαλτο. Βγες έξω στο μπαλκόνι σου και κοίτα κάτω. Δικές μου είναι οι πατημασιές, δικές μου είναι οι λάσπες. Μην ανησυχείς, τις έφερα και σπίτι μου. Εγώ σου λέρωσα την είσοδο, εγώ άλλαξα θέση στο χαλάκι, εγώ άνοιξα το πατζούρι σου, εγώ ξάπλωσα στον καναπέ σου,εγώ έριξα στάχτες στο τασάκι σου, εγώ άκουσα τη μουσική σου, εγώ εισέβαλα στη ζωή σου. Υπήρξα ακατάστατη, το ξέρω. Ήθελα να σου πω, ότι πάει καιρός απο το τελευταίο μας ουράνιο τόξο, τότε που ο ήλιος στεκόταν απο πίσω μας. Φοβήθηκα όμως, πως θα μου θύμιζες ότι είναι οφθαλμαπάτη.

Εραστές.


Κολλήσαμε πλάτη με πλάτη. Αν εγώ στρίψω αριστερά, εσύ ακολουθείς, χωρίς να έχεις το δικαίωμα επιλογής. Αριστερά εγώ ; Αριστερά κι εσύ. Δεξιά εσύ ; Δεξιά κι εγώ. Βρες τώρα ένα τρόπο για να συναντηθούμε εμείς οι δυο, αφού έχουμε τα χέρια μας δεμένα. 360° στροφές, γύρω από τον εαυτό μας κι ακόμα να σε αντικρύσω. Μοναδική μου παρηγοριά, ότι μας «έπιασαν» μαζί. Η πραγματική μας ένωση είναι στα χέρια. Το αριστερό δικό σου – δεξί δικό μου, δεξί δικό σου – αριστερό δικό μου. Και τρέμω, μήπως ιδρώσουν και αποχωριστούν. Κράτα με. Έτσι όταν θα σε χτυπούν. . θα πονάω εγώ, όταν δακρύζεις, θα δακρύζω. Όμηροι στην ίδια απαγωγή. Εραστές του λάθους / πάθους. Κοίτα, τώρα ανήκουμε στην ίδια συνομωσία.

White in August.


Σε ανώνυμα γράμματα θα σου στέλνω στοίβες τα λόγια. Δεν θα προλαβαίνω να σου περιγράψω τι νιώθω, δε θα προλαβαίνεις να ανασάνεις μέσα στο κατακαλόκαιρο. Μια ακόμα παράγραφος και σκουπίζεις τον ιδρώτα στους κροτάφους σου. Ένας ακόμη Αύγουστος κοχλάζει μπροστά μας. Μύρισε τις καλαμωτές, τις φλούδες καρπουζιού, τα πηχτά αντιηλιακά, τη μυρωδιά από τα πλαστικά φουσκωτά στη θάλασσα. Φοβάμαι να σε αποχωριστώ. Πολύ φοβάμαι, πως δεν το θέλω να σε αποχωριστώ. Αυτό μου στοιχίζει περισσότερο. Αύγουστος, κι εσένα το δέρμα σου θα παραμένει λευκό, σα λευκόσαρκο ροδάκινο. Πλησιάζει η εποχή τους κι εσύ μόνο θα λείπεις. Αύγουστος, κι όταν σμίξουμε θα είμαστε σαν ασπρόμαυρη ταινία. Τα πρώτα μας λεπτά, βουβός κινηματογράφος. Αδυνατώ να οραματιστώ το τέλος αυτή τη φορά. Μη μου πεις ότι μπορείς εσύ. .Εγώ είμαι ερασιτέχνης.

Πρόχειρα μηνύματα.


Κι από τότε, κάθε βράδυ σκέφτομαι πως ίσως ταξιδεύεις και να σου τηλεφωνήσω. Πως ίσως ταξιδεύεις, με τρόπο, που εύκολα θα σε περνούσαν για μοναχικό άτομο, και πολύ θα ΄θελα να σου κρατήσω συντροφιά. Να σου κρατήσω,; Να μου κρατήσεις; Θα τό ΄θελα πάντως. Αν υπάρχει για τον καθένα μας κάτι που μας συμπληρώνει, τότε εγώ έχασα κάθε επαφή μ' αυτό. Αν κι αυτό,το περίμενα να το αισθανθώ. Ήθελα να μπορώ να δω τα πράγματα απο άλλη οπτική γωνία. Αλλά ξέρεις, σε όποια γωνία κι αν σταθώ, μου είναι αδύνατο να σε δω. Κύκλους σε φέρνω και χάνω το επίκεντρο. Κι από τότε, κάθε βράδυ σκέφτομαι πως δεν μου αρέσει να κοιμάμαι χωρίς εσένα. Είναι, λένε ο ύπνος, απο τις πιο σημαντικές ώρες του εικοσιτετραώρου. Αυτό πιστεύω κι εγώ, γιατί τότε μόνο μπορώ να σε δω. Καληνύχτα.

Retreat! Retreat!


Η αγκαλιά σου κλείδωσε. Κοιτάς στον καθρέφτη, μπροστά σου. Για δες.. Κάπου ανάμεσα στις ρωγμές, σα να βλέπεις εμένα, με τα χέρια σταυρωμένα, ιδρωμένα μόνο στα σημεία επαφής. Εσύ, εγώ , εμείς. Δεξί χέρι και αριστερό εφάπτονται τέλεια. Δεν τη λες παθητική αυτή μας τη στάση. Το σήμα, απαγορευτικό. Κι ό,τι μου απαγορεύει, μου φαίνεται αδύνατο. Ανοίγω τα χέρια μου - αμβλεία γωνία - για να σε υποδεχτώ. Κλειστοί οι δρόμοι, κατεβασμένα τα ρολά και μπροστά μου η επιγραφή "ΜΗΝ ΕΙΣΕΡΧΕΣΤΕ". Μια κηλίδα στο πάτωμα, αιμορραγώ. Δεν σoυ ζητώ το λόγο. Ήταν ο μόνος τρόπος να βγείς απο μέσα μου. Και με φρόντισες μέχρι και τώρα. Δεν με πυροβόλησες. Εσύ κουράστηκες, έσκισες το δέρμα μου και βγήκες. Και το απεύχομαι να δω έστω και μια σου σταγόνα να τρέχει. Είμαι άοπλη. "Κλείσε τα χέρια σου! Δεν τις αντέχουμε τις σφιχτές αγκαλιές", μου λες. Και μου απαγορεύεις την είσοδο, για να μη μπω, να μη σε ρημάξω. Τί κι αν ηλικιακά πληρώ τις προδιαγραφές? Τι κι αν μόλις με πρωτο αποκωδικοποίησε ο δέκτης σου, σου φάνηκα ακίνδυνη? Μόνη μου μπάζωσα το δρόμο. Σβήσαν ξανά τα φώτα. Εγώ τα έσβησα κι εσύ έκαψες την ασφάλεια. Θα έρθει ένα φεγγάρι να μας φωτίσει ξανά. Θα βλέπω να σ' αγκαλιάσω, χωρίς να σε τσαλαπατήσω, χωρίς να σηκώσω χώμα να σε πνίξω, χωρίς να σε κάνω να νιώσεις πως σε μισώ. Δεν θα σε αναγκάσω να με μισήσεις. Δεν θα σε αναγκάσω να μετανοιώσεις. Υποχωρώ.