Ο καλός και ο κακός.


Σα να μη μπορούσα πια ν’ αγγίξω την αλήθεια, έτσι ένιωσα και λύγισαν τα πόδια μου. Σα να μην είχα χέρια για να πνίξω το χρόνο μπρός στα μάτια μου. Σαν τα φώτα να χάνονταν από μπροστά μου – απαγωγή παιδιού που ποτέ δεν ξανά κοιμήθηκε στην κούνια του. Ποτέ δε φώλιασε ξανά στο κρεβάτι των γονιών του. Είκοσι χρόνια πέρασαν κι ακόμα το θυμούνται μωρό, με τα ροδαλά του μάγουλα. -Πού ήσουν όταν σε χρειαζόμουν? Πού ήσουν τότε που η βροχή χτυπούσε τα παράθυρα στο σαλόνι? - Μιλάς, σα να μην υπήρξα ποτέ. - Όχι, μιλάω σα να μην υπήρξαμε ποτέ. Κι όταν νιώθω ότι πλησιάζω στο να μάθω να βλέπω ξανά, τότε στέκεσαι μπροστά μου όρθιος και μου ζητάς εξηγήσεις. Αφού δεν δείχνεις αυτό που είσαι, αφού οι ευθύνες σε φοβίζουν. Δεν μπορώ να βάλω το χρόνο στο γρήγορο, αλλά ούτε και να τον γυρίσω πίσω. Πλησιάζω τα είκοσι δύο κι από τη μέρα που γεννήθηκα δεν έχω σταματήσει να ακούω τον ήχο που κάνει το ρολόι που φοράς στο αριστερό σου χέρι. Κι αν αυτό σου ακούγεται πολύ και σε κάνει να νιώθεις ολοκληρωμένος άνθρωπος, θα πρέπει να σου πω ότι από τα είκοσι δύο μου χρόνια, ζήτημα να περάσαμε μαζί τα δύο. Ένα χρονόμετρο ακουμπισμένο στον πάγκο που αφήνεις τα κλειδιά σου, έγραφε πεντάλεπτα και ύστερα σταματούσε. Έφευγες, έφευγα.. Δεν έχει σημασία, πάντως δεν ήμασταν ποτέ για πολύ, εκεί. Κι όμως, αν έβρισκες ποτέ τη δύναμη να ξεριζώσεις την καρδιά μου, προσπερνώντας την αγάπη που μου τρέφεις, αν την εξέταζες με τις πιο σύγχρονες μεθόδους, θα μπορούσες να διαγνώσεις πια ξεκάθαρα το πόσο σ αγαπώ, πόσο σε θαυμάζω, πόσο θέλω να σου μοιάσω, πόσο φοβάμαι πως τελικά ίσως και να σου μοιάζω. Πόσο θυμώνω όταν καταδικάζω τους ανθρώπους, γιατί δεν είναι αρκετά καλοί, όσο εσύ. Και τώρα, μετά από τόσα χρόνια, θέλω να ξέρεις ότι είμαι ακόμη παιδί, το δικό σου το παιδί, και δεν γλυκαίνομαι με δώρα. Μου αρκείς εσύ.