Ασθένειες του ανθρώπινου οργανισμού.


Θέλω να μιλήσω και αναστενάζω. Θέλω να τραγουδήσω και κλαίω. Να ένα λυπητερό τραγούδι σκέφτομαι. Τελειώνει κι αυτό σιγά σιγά. Θα τραγουδήσω άλλο λέω. Και κλαίω ξανά. Πως αντικατέστησα τα τραγούδια με λυγμούς; Πως γίνεται στα μάτια μου να κλαίνε χείμαροι; Πως θα μπορέσω να βρω τον εαυτό μου μέσα σε όλο αυτό; Πως θα με αναγνωρίσω σε τόση θολούρα; Πως θα εξοντώσω αυτό που σαπίζει μέσα μου; Αυτό που μυρίζεις όταν με πλησιάζεις. Πως θα αντιμετωπίσω τους δαίμονες μου, όταν σε μυρίζω ακόμη στα χέρια μου; Πως να σου ξανά τραγουδήσω, όταν οι χορδές μου έχουν δεθεί κόμπος; Με τι φωνή να σ' αποχαιρετήσω; Πως θα βρω τη δύναμη; Πως θα βρω τη δύναμη όταν κοιμάμαι στον καναπέ στριμωχτά, ώστε να μην υπάρχει κενό δίπλα και σε αναζητήσω.

Δεν αγκαλιάζονται τα κόκαλα.


Πόσα να 'ναι τα σκοτάδια που με πλακώνουν τώρα; Με βάραινε και πριν αυτό το καταπλάκωμα, όμως μας βάραινε μαζί κι όπως περνούσα το χέρι μου γύρω απ΄το λαιμό σου ένιωθα πως τίποτα δεν μας ξεπερνά. Γιατί εμάς, τίποτα δεν μας ξεπερνά. Ποιος αμέλησε να με τιμωρήσει όταν μου έπρεπε και τώρα αυτοτιμωρούμαι; Ποιος κατάπινε παθητικά το σάλιο του όταν έβλεπε το κεφάλι μου να διχοτομείται; Ποιο είναι το φάρμακο που επουλώνει τις πληγές; Ποια είναι η ουσία που παγώνει το αίμα; Λέγεται απώλεια και καθιστά το σώμα δύσκαμπτο. Λέγεται ανεκπλήρωτη επιθυμία και βουβαίνει στ' αυτιά μου όλους τους αναπαραγόμενους διαλόγους. Λέγεται ενσωμάτωση του εαυτού μου στο δικό σου και μου σαμποτάρει τα βήματα πρίν καν ξεκινήσω. Καθρεφτισμός του εαυτού μου μέσα στο δικό σου. Η αγάπη δεν έμαθε ποτέ να ζει πίσω από κάγκελα κι εγώ σε έντυσα ολόκληρη με κλειδαριές. Κι πέταξα τα κλειδιά στη λεκάνη. Δυο πεινασμένα κτήνη, εγκλωβισμένα σε φανταχτερό κελί, μανιασμένα κατατρώνε το ένα την ελκυστική σάρκα του άλλου. Κι αν δε χορτάσουμε ποτέ;; Κι αν την καταβροχθίσουμε όλη; Τι θα μας μείνει μετά για να αγαπάμε; Τι θα μείνει για να διεγείρει τις αισθήσεις μας; Τι θα μείνει να λατρεύουμε; Δεν αγκαλιάζονται τα κόκαλα.

Συναισθήματα α' & β' ενικού.


Νιώθεις πως έσπειρα το θάνατο. Νιώθεις ότι πλακώνω το στήθος σου. Νιώθω πως δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που θέλω να είμαι. Νιώθεις πως ξερίζωσα όσα εσύ προσεκτικά φύτευες. Νιώθω πως δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που θέλω να είμαι. Νιώθεις πως μουτζούρωσα όσα μέχρι τώρα εσύ ζωγράφιζες. Νιώθω πως δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που θέλω να είμαι. Νιώθεις πως αποξήρανα τα νυχτολούλουδα, που υπεύθυνα εσύ πότιζες. Νιώθω πως δεν είναι αυτός ο άνθρωπος που θέλω να είμαι. Νιώθεις πως σε πρόδωσα. Μα δεν είναι ο προδότης, εκείνος που θέλω να ‘μαι. Δεν είναι ο ψεύτης αυτός που θέλω να ‘μαι. Δεν είναι ο άκαρδος αυτός που θέλω να ‘μαι. Δεν ήμουν εγώ αυτός που θέλω να ‘μαι. Ποιός χέστηκε για το πώς νιώθω τελικά; Μόνο ελπίζω να νιώσεις ασφαλής.

Δε βγαίνεις απο μΕΣα μοΥ.


Ο χειρότερος εφιάλτης μου. Κυματοθραύστες τα μάτια μας απόψε/ Κυματοθραύστες τα χείλη . Κι όμως βυθιζόμαστε. Δε λειτουργούν τα φώτα. Τα κάψαμε. Και πως μπόρεσα, μετά από τέτοια νύχτα; Πως μπόρεσα; Μετά από τόση αυθόρμητη ευτυχία; Πως μπόρεσα; Αφού κουρτίνες ,τα δάκρυα μου, σκέπασαν το πρόσωπο μου. Μαύρισαν οι καρδιές μας. Πως τόλμησα; Κενό, γαμώ την ψυχή μου. -ΚΕΝΟ- Δείχνει πως έχω χάσει τη μιλιά μου. Ακούω μια φωνή που δε βγαίνει από μέσα μου. Δεν σκόπευα ποτέ. Ποτέ. Δε βγαίνει απο μέσα μου. Ακούω ησυχία, μα δε νιώθω ακόμα τη γαμημένη την ηρεμία. Ποτέ. Δε βγαίνει απο μέσα μου.