They were both killed by abortion.

Πέρυσι , τέτοια μέρα εγκατέλειψα το παιδί μου. Το έδωσα για υιοθεσία. Ούτε ξέρω ποιοι θα ΄ναι τώρα οι γονείς του. Αν θα το μάθουν καλά ή μήπως κακά. Ήμουν ανίκανη μάνα, μα ίσως να μην ήταν εκείνη ακόμα η ώρα μου. Στα χέρια μου, σταμάταγε το κλάμα, μα όταν έφευγα με τιμωρούσε. Έκλαιγε, σα να θήλαζε από το γάλα μου, όλη μου την υστερία και μετά την έφτυνε αντιδραστικά στη μούρη μου. Το ίδιο το γάλα, που όσο κρατούσα το παιδί στην αγκαλιά μου, το ρούφαγε σα να ήξερε πως μια μέρα θα τελειώσει.
Το παράτησα ένα απόγευμα, ύστερα απο πολύ μίσος για τον εαυτό μου. Μόνο του, σε τόσο τρυφερή ηλικία, ενώ στωικά πάντα το κρατούσα σφιχτά πάνω μου. Και τώρα, με κάθε τρόπο εμφανίζεται παραπονεμένο μπροστά μου. Έρχεται στον ύπνο μου και δε σταματά να με δικάζει, που τόσο άσπλαχνα το άφησα απο τα χέρια μου.
Δε μ΄αφήνει η αγωνία και ο πόνος μου θυμίζει κάθε λεπτό τη φυγόπονη πλευρά μου, που τόσο εύκολα ξεδίπλωσα στα μάτια του, που ήμουν η πιο δειλή μητέρα, του κόσμου όλου.
Ήμουν πάντα βαθιά θλιμμένη, που πρόδωσα το ίδιο μου το σπέρμα. Πάντα όμως απο εκεί ξεκινούσα.
Σήμερα, ακόμα χάνω τον ύπνο μου για να το δω κάπου να παίζει και ονειρεύομαι πως τίποτα δεν θα του θυμίζει πια πόσο άδικος είναι ο κόσμος, πως θα βγάλει δόντια κοφτερά.
Τώρα πια, απο μακριά θα χαίρομαι με τη χαρά του.
Ντρέπομαι που δεν κατάφερα να μας μεγαλώσω. Λυπάμαι που δεν κατάφερα να σε φέρω σε ένα κόσμο όμορφο. Θα πρέπει -πρώτα- όμως αυτός να υπάρχει.

Violence Constructor.

Συμφωνικές ορχήστρες οι βοές στα αυτιά μας. Διάλογοι που αναπαράγονται με τη χρήση λεκτικής βίας. Διαμελίζοντας τη σκέψη μου.. , τί θα μπορούσε να με φθείρει περισσότερο; Υπάρχει κάτι να κατακτήσω; Βίαια. Υπάρχει κάτι να κατακτήσω βίαια; Σου προσφέρω λουλούδια χωρίς να τα μυρίσω. Δεν είναι και τόσο βίαιο τελικά. Σου τα παίρνω από τα χέρια. Τίποτα δε θυμίζει τον τρόπο που στα προσέφερα. Άοσμα, τα χαρακτήρισες. Ανώφελα, τα μύρισα, όταν τα απέσπασα από σένα.
Μύριζαν ωραία. Μύριζαν κι αυτά πολύ ωραία.
Δε λέω πως έχασες την όσφρηση σου, λέω πως έπαψες να θες να με μυρίσεις.
Δε θα υπάρξει ανατροπή. Απροκάλυπτα, θα έσπερνε αιματηρή βία. Θα θρηνούσα τότε, δεκάδες αθώα θύματα. Θα κρατούσα στο ένα μου χέρι τις ψυχές - όλου του κόσμου - των δειλών και στο άλλο τη δική μου, την άτολμη, την κλαψιάρα. Τότε θα ένωνα τις χούφτες μου, θα τις έφερνα στην πιο τέλεια εφαπτόμενη επαφή.
Οι ψυχές μας θα συσπειρωθούν και θα ξεράσουν πίσω τη βία που τότε σημαινόταν από απραξία. Θα γνωρίσετε ένα καινούριο κατασκεύασμα βίας. Αχ, ανυπομονώ.

Η παντοδύναμη πολιτική μιας στρουθοκαμήλου.

Σκορπίσαμε τα όνειρά μας στην αβαθή θάλασσα. Πριν προλάβεις να με αμφισβητήσεις, μάθε πως εγώ πρώτος με αμφισβήτησα. Πριν ακόμα βουτήξεις το κεφάλι σου κάτω από την επιφάνεια, εγώ πρώτος το βούτηξα. Και δεν μου ήταν αρκετό. Σήμερα το βυθίζω μέσα στο χώμα, για να μη νιώθω την ηδονή που μου προσφέρει  το νερό, όπως γλείφει το πρόσωπό μου. Αποζητώ την τραχιά τριβή που δημιουργεί το χώμα με το δέρμα μου. Θέλω, αν καταφέρω και επιβιώσω από αυτή τη στενή χωμάτινη επαφή, να γρατζουνιστεί η μούρη μου, να νιώσω το αίμα μου να τρέχει. Σιχάθηκα να φαντάζομαι τις αιματοχυσίες. Ζητώ κάτι χειροπιαστά οδυνηρό να με τιμωρήσει για να του καταλογίσω τις ευθύνες όλες. Πρέπει να βρεθεί κάτι, αλλιώς θα αφήσω τα νύχια μου να μακρύνουν και θα τα μπήξω μέσα στα μάτια μου.

Επίθεση κατά αγνώστου.

Θα ήθελα όταν σου απευθύνομαι να ξέρω ποιος είσαι. Να μπορώ να σε αναγνωρίσω. Θα το ήθελα πολύ, να ξέρω ποια είμαι, τι σου είμαι. Είμαι για 'σένα το τίποτα; Είμαι για 'σένα τα πάντα;
 Δε γυαλίζει πια το μάτι μου, θολό σε όλη την επιφάνειά του. Μισο-κατεβασμένα τα βλέφαρα, διάχυτη η κόπωση στο σώμα μου. Ανήμπορη να υψώσω τα χέρια μου, ανήμπορη να σχηματίσω τη γροθιά, από φόβο, μήπως τη ρίξω στο στομάχι μου. Πολύ ανόητο , εν όσο παραμονεύει ο εχθρός. Πολύ ανόητο, να εκθέσω με τόση αφέλεια τις αδυναμίες μου.
Θα τη ρίξω τη γροθιά. Θα το κάνω για να μπορώ να σου δείξω ότι είσαι τα πάντα για μένα, ακόμα κι αν εγώ για σένα είμαι το τίποτα, ακόμα κι αν είμαι τα πάντα.

Η τελευταία επανάληψη.

Διαφορετικά από ότι με συνήθισες, διαλέγω τους δρόμους που θα πάρω. Τις περισσότερες φορές είναι χωματόδρομοι και τρέχω γρήγορα για να σηκώσω σκόνη. Μπαίνει στα μάτια σου, μα δεν κρατά για πολύ. Πληγιάζει τα μάτια σου, κάποιες φορές ανεπανόρθωτα, αλλά μπορείς και βλέπεις. Κι όταν νομίζεις ότι εγώ μένω ανέπαφη και εισπνέω άφθονο οξυγόνο, τότε.. πάνω στην πρώτη πρώτη ανάσα, δεν αμελώ να κοιτάξω τον καθρέφτη, να δω πως σε άφησα. Και διαρκεί πολύ. Δεν έχει σταματημό. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη . Ξεχνιέμαι, σε κοιτάζω, κλαίω που σε σκόνισα και βγαίνω εκτός δρόμου. Και επαναλαμβάνεται. Κάθε φορά, τη λέω τελευταία. Κάθε φορά, δεν έρχεται ποτέ η τελευταία.
Δεν υπάρχει τέλος, αν δεν το ορίσει κανείς. Ποιο είναι το τέλος αυτή τη φορά; Θα σου αποδείξω ότι θα μάθω να ορίζω το τέλος. Θα το καταλάβεις όταν αρχίσω να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, όταν σταματήσω να ετεροκαθορίζομαι.

Σηκώνεσαι πολύ αργά. Γλιστράει το πέλμα σου στο χώμα. Πιστεύεις ότι τόση σκόνη, θα άξιζε όλη σε μένα. Όταν πλησιάζει το τέλος, όλα θα πρέπει να λήγουν δίκαια, ώστε να υπάρξει ξανά κάποτε η αρχή. Τόσο δίκαια, που αναγκάζει τη σκόνη που βλέπεις μπροστά σου, να κατοικήσει όλη μέσα μου.

Σιελόρροια.

Είδα τη  λύπη να σκοτεινιάζει τη θέα στα μάτια μας. Έχω δει την εύλογη απορία, να ζωγραφίζεται στα χείλη μας, τη συντριβή να παραλύει τα χέρια μας. Μας είδα να ψυχορραγούμε παρατηρώντας τα πάντα γύρω μας να ζουν. Να ζουν κακά, αλλά να ζουν. Έχω δει τα γεγονότα να κινούνται γύρω από τον εαυτό τους και να παραμένουν στάσιμα. Είδα τα γέλια να μαραίνονται και να αντλούν από το στόμα, σάλια αναζωογόνησης. Σάλια που μας ξεδιψούν, τα ίδια σάλια που μας πλένουν. Αυτά που στερεύουν κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Να ‘ρθεις κι εσύ μαζί μου, όταν σύννεφα πλακώσουν το μικρό μου ορίζοντα. Να ‘ρθεις κι εσύ μαζί μου, να μου κρατάς το χέρι , να βλέπω τη θέα απ’ τα δικά σου τα μάτια. Τώρα που η όρασή μου θόλωσε απ’ τους καπνούς της πύρινης λάβας, εκείνης που κυλάει από το στόμα σου και μου διαλύει τα μάτια.

Ανακαλώ τον εαυτό μου. Ανακαλώ το ίδιο μου το είναι. Ανακαλώ τα χρώματα που άφηνες στο σπίτι μου, όταν έσερνες την ουρά σου στο πάτωμα. Στους γρίφους σου, δε βρίσκω απαντήσεις. Για τους δικούς μου, δεν τολμώ να μιλήσω. Υποτάσσομαι. Το σιχαίνομαι, μα θα το κάνω.


Κατάλοιπα ερπετοειδούς λογικής.

Η άνοιξη βιάστηκε να κλείσει τις κουρτίνες της,
χωρίς καμία προετοιμασία για την απότομη εισβολή του καλοκαιριού.
Λίγο ίσκιο χρειαζόμαστε.
Το πέρας των εποχών
καθόλου δεν κλονίζει τη δεσπόζουσα τυραννία
που βρωμίζει την ατμόσφαιρα.
Τα φίδια θα ξεχυθούν στους δρόμους
και θα βιάσουν τυφλά και οργισμένα
τα ιδρωμένα αστικά κορμιά.
Κάτι μέσα μου ελπίζει
πως θα μπει ένα τέλος στην αυτάρεσκη ερπετοειδή μου συνείδηση.
Αυτή η ζέστη όμως
και αυτό το ξύπνημα των ερπετών
θα σέρνεται παντού μέσα μου
και γύρω μου.
Με φοβίζουν τα ηδονικά σωματικά υγρά ,
το δηλητηριασμένο σπέρμα που αναβλύζουν τα δόντια μου,
η πορνογραφική ικανοποίηση που γεύομαι
με κάθε δαγκωνιά σάρκας θηλαστικού.
Είμαστε πολλά τα ερπετά
που δεν κρυώνουμε το χειμώνα.
Πώς φεύγει έτσι τρέχοντας η άνοιξη;
Κάποτε, οι μυρωδιές των λουλουδιών
εξαφάνισαν από τη γη τα μεγάλα ερπετά.
Θα σκίσω τα γόνατά μου για να μυρίσω το τελευταίο άνθος,
εκείνο θα εξοντώσει το παρανοϊκό θυμωμένο φίδι,
που στριμώχνεται στο κεφάλι μου,
στραγγαλίζοντας τους μικρούς στημόνες,
που απαρτίζουν τη συνείδησή μου.
Δεν έχει πλάκα η ματωμένη ηδονή.

Οι Αυτόχειρες.

Για εμάς τους φοβιτσιάριδες, θα είναι ομαδικοί οι τάφοι. Για εμάς τους βαλτωμένους  η σήψη θα καλύψει κάθε νότα ευωδιάς. Για 'μας τους νοσταλγικούς , η νύχτα θα διαρκεί είκοσιτέσσερις ώρες. Εμείς οι καμπούριδες, θέλουμε πολύ να φτάσουμε το ύψος σας. Για 'μας, που η αγάπη μας προκαλεί κλάμα και όχι γέλιο, θα είναι δύσκολη η ανάρρωση. Για ΄μας, που η ζωή μας τρέχει γρήγορα και βασανιστικά αργά, πρέπει να βρέξει καταιγίδα για να μας ξεδιψάσει. Εμείς που καταλαβαίνουμε πάντα καθυστερημένα, πρέπει να καούμε για να φωτοσυνθέσουμε. Εμείς που κυνικά ζητούμε να γίνουμε τέλειοι - δυστυχισμένοι, κατάδικοι - απαιτούμε να μεταμορφωθούμε σε ανθρώπους, ξεχνώντας ποιά είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της λέξης. Χάσαμε τον έλεγχο. Ξεχάσαμε πως είμαστε άνθρωποι. Ξεχάσαμε πως όταν περπατάμε, με τα ρόπαλα στα χέρια, άδικα, δεν πρέπει να χτυπούμε, πως όταν σκάει και σκίζεται το δέρμα μας, δε φταίει ο ήλιος που φωτίζει, μα εμείς που καθόμαστε στα ξέφωτα, πως όταν ματώνει το σώμα μας, δε φταίνε οι σφαίρες που μας ρίχνετε, αλλά τα κοφτερά νύχια που μπήγουμε στη σάρκα μας. Μας συγχωρείτε που είμαστε, αλλά αν δεν ήσασταν, δεν θα ήμασταν. Μακάρι να ήμασταν δολοφόνοι, ίσως τότε... Ίσως τότε, να νιώθαμε για λίγο ευτυχισμένοι.

Στενοί φίλοι.

Μπορεί να μη βρεθούμε ξανά στο ίδιο συσσίτιο. Μπορεί οι ζωές μας να λοξοδρομήσουν, μπορεί τα δάκρυά μας να εξοστρακιστούν, στα μαύρα ρούχα μας. Θα μας γδύσουν, θα μας μαστιγώσουν, θα μας εξορίσουν. Κάθε ζεστό μας δάκρυ, θα ξεδιψάει τις μελανιές στο δέρμα μας, θα επουλώνει τις ματωμένες μας πληγές και θα στειρώνει, μέσα μου, το αίσθημα της ξεγνοιασιάς και της διαυγής ανάσας, δίπλα στο δικό σου προσκεφάλι. Θα φορτίζει τα χέρια μου με Volt, που θα βύθιζαν όλο τον κόσμο στο σκοτάδι.

Άνοιξη.


Βύθισα τις κραυγές μου στο χώμα, για να φυτρώσει κάποτε, κάτι αληθινά γλυκό. Κάτι που με το πότισμα θα μεγαλώνει, κάτι που με το φως του ήλιου θα ομορφαίνει. Θα το δεις μετά από χρόνια, να στολίζει όσα μαύρισα εγώ ως τώρα. Θα καταλάβεις, γιατί πιστεύω πως το παιδί μας θα γίνει πιο σοφό από εμάς, όταν το δεις να ανθίζει. Κι εγώ που θα σκότωνα βίαια, όποιον θα σου έκανε ποτέ κακό, σκοτώνω τώρα εμένα, γιατί έγινα για σένα το κακό.
 Στις λάθος ώρες κουβεντιάζονται απολογητικές κουβέντες, σωριάζοντας δυο σώματα που αναβλύζουν αίμα. Οικειοθελές μούδιασμα από έντονη επιθυμία για επιβίωση στην παγωμάρα. Ψυχραιμία τώρα. Σφραγισμένες καρδιές με ατσάλινα λουκέτα. Έχω ξεμείνει από σφαίρες. Ποια πληγή να πρώτο θρέψω;
Τα βέλη της σωματοποιημένης θλίψης ακονίζονται μπροστά στα μάτια μου. Πως γίνεται να μη κοπεί κανείς; Πως γίνεται να μη ματώσει; Εκλιπαρώ για κατανόηση. Δεν περιμένω τίποτα. Εκλιπαρώ για να δω την άνοιξη στα μάτια σου και του κόσμου τα λουλούδια, όλα. 

Anti Crepuscular rays.

Χωρίς να μπορώ να σταματήσω να σκέφτομαι, πώς γίνεται να ανατέλει και να δύει την ίδια ώρα ένας ήλιος. Χωρίς να μπορώ να διακρίνω τη μέρα απο τη νύχτα. Χωρίς φόβο, προετοιμασμένη για τα όσα θα μου φέρει. Άσπλαχνα θα μου πάρει απο τα χέρια την αυταπάτη ότι βρίσκομαι ακόμα στο σώμα μικρού παιδιού. Αδέσμευτη απο τα σχοινιά που μου έσφιγγαν τα άκρα , τώρα αρνούμαι να εκτείνω την απόσταση μεταξύ των καρπών μου. Σα να γυρεύω να κρατήσω την ψυχή μου σε βάθρο ψηλό , ώστε να μπορέσω μια μέρα να την εκτιμήσω. Έτσι όπως, κρατάω τη δική σου. Έτσι όπως τη φυλάω, προστατευμένη απο τη σκουριά , βουτηγμένη μέσα σε λαμπερά διαμάντια. 

Περιοριστικά Μέτρα.

Το 2° μ.χ ο Soranus περιγράφει το δωμάτιο της απομόνωσης ως έναν εξαιρετικά ήσυχο χώρο, ζεστό και επαρκώς φωτισμένο, χωρίς περιττές ζωγραφιές στους τοίχους. Στο δωμάτιο αυτό δεν επιτρέπεται η είσοδος πολλών ατόμων, ιδιαίτερα εκείνων που ο ασθενής δε γνωρίζει. Σε όσους χρειάζεται να εισέρχονται εκεί δίνονται κατευθύνσεις πώς να ακούνε με συμπάθεια τους ασθενείς καθώς και πώς να τους βοηθούν να ελέγχουν τις παρεκτροπές τους.

Πλησιάζουν τα γενέθλιά σου.


Πλησιάζουν τα γενέθλιά σου κι εγώ ακόμα, δεν ξέρω  τί να σου ευχηθώ. Πλησιάζουν τα γενέθλιά σου κι εγώ ακόμα σκέφτομαι πως το τηλεφώνημα μου, θα σου θυμίζει φάρσα. Πλησιάζουν τα γενέθλιά σου και ένα τηλεφώνημα, μου φαίνεται τόσο λίγο. Πλησιάζουν τα γενέθλιά σου και θυμάμαι, με τί λαχτάρα τα περίμενα. Πλησιάζουν τα γενέθλιά σου και δεν φαντάζεσαι πόσο θα ήθελα να γιορτάσω μαζί σου, να σε αγκαλιάσω, να σε γεμίσω δώρα , να αρπάξω την ευκαιρία να σου δείξω πόσο σε αγαπώ , χωρίς να πιστέψεις ότι υποκρίνομαι. Πλησιάζουν τα γενέθλιά σου και δεν ξέρεις πόσο θέλω να μεθύσουμε μαζί, να σε βλέπω να γελάς και να σε χαζεύω. Πλησιάζουν,,, και δεν θέλω να με καλέσεις.  Πλησιάζουν τα γενέθλιά σου κι εγώ ακόμα αναγκάζομαι να συμπεριφέρομαι σα να πέθανες.

Αντιμέτωπη.


Να σου αρέσει να σκοτώνεις αυτό που σου δίνει ζωή, να σου αρέσει να κοιτάζεσαι στον καθρέφτη και να ωραιοποιείς τον εαυτό σου, επειδή μόνο εσύ είσαι εκεί να τον δείς και κάπως πρέπει να τον παινέψεις . Εντελώς αμυντικά απομακρύνεσαι από την αλήθεια που κρύβεται πίσω από τη μορφή σου. "Σώπα παιδί μου, σώπα. Είσαι μικρό ακόμα, για να τα σκέφτεσαι όλα αυτά. Τώρα σου ‘ρθε να αντιμετωπίσεις τη ζωή σου, να την κοιτάξεις κατάματα;" 
"Τώρα. Και αργά είναι."

Ιδού ο παράδεισος.


Και πες μου ότι θα είσαι δίπλα μου όταν θα μου πέφτουν τα πρώτα δόντια, όταν η τσατσάρα μου δεν θα γλιστράει μέχρι τις άκρες των μαλλιών μου. Και όταν αυτό θα συμβεί, θα γραπώσω τις νεκρές μου τρίχες και θα τις ελευθερώσω σε μικρό ύψος πάνω από τη λεκάνη για να τις χαζεύω να πέφτουν αργά και άτακτα. Θα τραβήξω το καζανάκι κι ύστερα θα σε κοιτάξω που θα στέκεσαι πίσω από την πόρτα του μπάνιου και θα τρέξω να σε αγκαλιάσω.
«Το είδες;», θα σου πώ.
«Δεν θα μπορούσες, έτσι κι αλλιώς, να έχεις για πάντα πολλά μαλλιά» , θα μου πεις.
«Δεν θα μπορούσα, όχι όσα εσύ..» θα πω και θα μπλέξω τις τούφες από τα μαλλιά σου ανάμεσα στα δάχτυλα μου. Ιδού ο παράδεισος! 

Σ'αγάπησα.

Λείπω.Λείπεις.Λύπη.

FETISH.

Αιμορραγεί το σώμα μου, εκτοξεύοντας αίματα στο πρόσωπό σου. Λέρωσα το καλό μου φόρεμα. Σου άρεσε να με βλέπεις να το φοράω. Σου άρεσε να το μυρίζεις, σου άρεσε να γλιστράς το χέρι σου πάνω του, σου άρεσε να το λερώνεις. Τώρα έχει αλλάξει χρώμα. Έχει το χρώμα του μολυσμένου μου αίματος. Έχει το χρώμα του εξαγνισμού, έχει το χρώμα της μεταμέλειας. Απαλλαγμένο από τις ηθικές, απαλλαγμένο από τις δεύτερες σκέψεις κάνει πια το σώμα μου να νιώθει ελεύθερο., απαλλαγμένο από τις αντιφάσεις, απαλλαγμένο από την ίδια του τη μοναχικότητα. Δεν θα αρνηθώ όμως ποτέ να το ξανά φορέσω.