Στενοί φίλοι.

Μπορεί να μη βρεθούμε ξανά στο ίδιο συσσίτιο. Μπορεί οι ζωές μας να λοξοδρομήσουν, μπορεί τα δάκρυά μας να εξοστρακιστούν, στα μαύρα ρούχα μας. Θα μας γδύσουν, θα μας μαστιγώσουν, θα μας εξορίσουν. Κάθε ζεστό μας δάκρυ, θα ξεδιψάει τις μελανιές στο δέρμα μας, θα επουλώνει τις ματωμένες μας πληγές και θα στειρώνει, μέσα μου, το αίσθημα της ξεγνοιασιάς και της διαυγής ανάσας, δίπλα στο δικό σου προσκεφάλι. Θα φορτίζει τα χέρια μου με Volt, που θα βύθιζαν όλο τον κόσμο στο σκοτάδι.

Άνοιξη.


Βύθισα τις κραυγές μου στο χώμα, για να φυτρώσει κάποτε, κάτι αληθινά γλυκό. Κάτι που με το πότισμα θα μεγαλώνει, κάτι που με το φως του ήλιου θα ομορφαίνει. Θα το δεις μετά από χρόνια, να στολίζει όσα μαύρισα εγώ ως τώρα. Θα καταλάβεις, γιατί πιστεύω πως το παιδί μας θα γίνει πιο σοφό από εμάς, όταν το δεις να ανθίζει. Κι εγώ που θα σκότωνα βίαια, όποιον θα σου έκανε ποτέ κακό, σκοτώνω τώρα εμένα, γιατί έγινα για σένα το κακό.
 Στις λάθος ώρες κουβεντιάζονται απολογητικές κουβέντες, σωριάζοντας δυο σώματα που αναβλύζουν αίμα. Οικειοθελές μούδιασμα από έντονη επιθυμία για επιβίωση στην παγωμάρα. Ψυχραιμία τώρα. Σφραγισμένες καρδιές με ατσάλινα λουκέτα. Έχω ξεμείνει από σφαίρες. Ποια πληγή να πρώτο θρέψω;
Τα βέλη της σωματοποιημένης θλίψης ακονίζονται μπροστά στα μάτια μου. Πως γίνεται να μη κοπεί κανείς; Πως γίνεται να μη ματώσει; Εκλιπαρώ για κατανόηση. Δεν περιμένω τίποτα. Εκλιπαρώ για να δω την άνοιξη στα μάτια σου και του κόσμου τα λουλούδια, όλα.