Επίθεση κατά αγνώστου.

Θα ήθελα όταν σου απευθύνομαι να ξέρω ποιος είσαι. Να μπορώ να σε αναγνωρίσω. Θα το ήθελα πολύ, να ξέρω ποια είμαι, τι σου είμαι. Είμαι για 'σένα το τίποτα; Είμαι για 'σένα τα πάντα;
 Δε γυαλίζει πια το μάτι μου, θολό σε όλη την επιφάνειά του. Μισο-κατεβασμένα τα βλέφαρα, διάχυτη η κόπωση στο σώμα μου. Ανήμπορη να υψώσω τα χέρια μου, ανήμπορη να σχηματίσω τη γροθιά, από φόβο, μήπως τη ρίξω στο στομάχι μου. Πολύ ανόητο , εν όσο παραμονεύει ο εχθρός. Πολύ ανόητο, να εκθέσω με τόση αφέλεια τις αδυναμίες μου.
Θα τη ρίξω τη γροθιά. Θα το κάνω για να μπορώ να σου δείξω ότι είσαι τα πάντα για μένα, ακόμα κι αν εγώ για σένα είμαι το τίποτα, ακόμα κι αν είμαι τα πάντα.

Η τελευταία επανάληψη.

Διαφορετικά από ότι με συνήθισες, διαλέγω τους δρόμους που θα πάρω. Τις περισσότερες φορές είναι χωματόδρομοι και τρέχω γρήγορα για να σηκώσω σκόνη. Μπαίνει στα μάτια σου, μα δεν κρατά για πολύ. Πληγιάζει τα μάτια σου, κάποιες φορές ανεπανόρθωτα, αλλά μπορείς και βλέπεις. Κι όταν νομίζεις ότι εγώ μένω ανέπαφη και εισπνέω άφθονο οξυγόνο, τότε.. πάνω στην πρώτη πρώτη ανάσα, δεν αμελώ να κοιτάξω τον καθρέφτη, να δω πως σε άφησα. Και διαρκεί πολύ. Δεν έχει σταματημό. Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη . Ξεχνιέμαι, σε κοιτάζω, κλαίω που σε σκόνισα και βγαίνω εκτός δρόμου. Και επαναλαμβάνεται. Κάθε φορά, τη λέω τελευταία. Κάθε φορά, δεν έρχεται ποτέ η τελευταία.
Δεν υπάρχει τέλος, αν δεν το ορίσει κανείς. Ποιο είναι το τέλος αυτή τη φορά; Θα σου αποδείξω ότι θα μάθω να ορίζω το τέλος. Θα το καταλάβεις όταν αρχίσω να εμπιστεύομαι τον εαυτό μου, όταν σταματήσω να ετεροκαθορίζομαι.

Σηκώνεσαι πολύ αργά. Γλιστράει το πέλμα σου στο χώμα. Πιστεύεις ότι τόση σκόνη, θα άξιζε όλη σε μένα. Όταν πλησιάζει το τέλος, όλα θα πρέπει να λήγουν δίκαια, ώστε να υπάρξει ξανά κάποτε η αρχή. Τόσο δίκαια, που αναγκάζει τη σκόνη που βλέπεις μπροστά σου, να κατοικήσει όλη μέσα μου.

Σιελόρροια.

Είδα τη  λύπη να σκοτεινιάζει τη θέα στα μάτια μας. Έχω δει την εύλογη απορία, να ζωγραφίζεται στα χείλη μας, τη συντριβή να παραλύει τα χέρια μας. Μας είδα να ψυχορραγούμε παρατηρώντας τα πάντα γύρω μας να ζουν. Να ζουν κακά, αλλά να ζουν. Έχω δει τα γεγονότα να κινούνται γύρω από τον εαυτό τους και να παραμένουν στάσιμα. Είδα τα γέλια να μαραίνονται και να αντλούν από το στόμα, σάλια αναζωογόνησης. Σάλια που μας ξεδιψούν, τα ίδια σάλια που μας πλένουν. Αυτά που στερεύουν κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Να ‘ρθεις κι εσύ μαζί μου, όταν σύννεφα πλακώσουν το μικρό μου ορίζοντα. Να ‘ρθεις κι εσύ μαζί μου, να μου κρατάς το χέρι , να βλέπω τη θέα απ’ τα δικά σου τα μάτια. Τώρα που η όρασή μου θόλωσε απ’ τους καπνούς της πύρινης λάβας, εκείνης που κυλάει από το στόμα σου και μου διαλύει τα μάτια.

Ανακαλώ τον εαυτό μου. Ανακαλώ το ίδιο μου το είναι. Ανακαλώ τα χρώματα που άφηνες στο σπίτι μου, όταν έσερνες την ουρά σου στο πάτωμα. Στους γρίφους σου, δε βρίσκω απαντήσεις. Για τους δικούς μου, δεν τολμώ να μιλήσω. Υποτάσσομαι. Το σιχαίνομαι, μα θα το κάνω.