.Κλιμακτήριος

Ακόμα κι αν έχω δύο ρυτίδες στα μάτια μου που πάντα θα θυμίζουν εσένα -στ' αλήθεια- γέμισε το πρόσωπό μου όλο. Δεν τις ξεχωρίζω πλέον μεταξύ τους. Τις εντοπίζω μέρα με τη μέρα, γύρω απ' τα μάτια και τα χείλη, μα δεν ξέρω ποιος τις έχει χαράξει.
Το πρόσωπο γίνεται αποτύπωμα, επιφάνεια εργασίας κάποιου ερασιτέχνη γλύπτη. Εκεί αποτυπώνονται τα άγχη όλου του κόσμου, ένα συμβόλαιο ανυπόγραφο καταγράφει τις καταστροφές σμιλεύοντας επάνω μου ρυτίδες. Εύπλαστο κράμα υλικών.
Κάτω από τα μάτια κρέμονται δύο σακούλες ξεχειλωμένου οιδήματος - εκεί φιλοξενούνται περιστασιακά τα βιωματικά τραύματα. Τα φρύδια αναποφάσιστα κυλούν προς την αιώνια ματαιότητα μιας πικρής νοσταλγίας. Το ρίγος κι ο φόβος γίναν κατακάθι στα αυλάκια του προσώπου.
Ο Μάρκος δεν ξέρει τίποτα απ' όλα αυτά. Κοιτάζει με αφέλεια και στα μάτια μου βλέπει μόνο βόλτα και χάδι. Σέρνει τη γλώσσα του στη μούρη μου και οι ρυτίδες γεμίζουν ζωή. Οι καταρράκτες ξεχειλίζουν και πάλι απ' την αρχή.
Αχ, να σ' είχα και στην προηγούμενη ζωή.
 

Mass Suicide.

Πόσους θανάτους χωράει ολόκληρη η ζωή; Πόσο προβλέψιμα αρνούμαι να ζήσω μετά τον κάθε θάνατο; Δε γνώριζα ότι συμβαίνει, να πεθάνει κανείς πολύ. Εκείνο που ήξερα ήταν, πως στον καθένα μας αναλογεί ένας και μόνο θάνατος.
Απροσδόκητα, βεβαιώθηκα ότι δύο δε μου ήταν αρκετοί. Δύο θάνατοι, που ύστερα θα μεταφραστούν ως φόνοι. Εν δυνάμει εγκληματίας.
Και ξαφνικά, δε γίνεται να σταματήσω να σκοτώνω. Ξαφνικά, δεν είμαι ικανός να σταματήσω να αιμορραγώ. Ξαφνικά, νιώθω ανίκανος να επωμιστώ το φόνο. Και ξαφνικά, δεν ήταν καθόλου ξαφνικό. Ήξερα πάντα, πως οτι δημιουργώ θα το παθαίνω. Ήξερα πάντα, οτι δεν θα αρκεστώ στον ένα φόνο. Ακόμα, ήξερα πως κάποια μέρα δεν θα μπορώ πια να υποκριθώ. Ήμουν ανίκανος να ζήσω. Δημιούργησα του εαυτού μου τον εχθρό. Ένας κλώνος, που μου έριχνε σφαίρες στα πόδια και είχε όψη αυτήν που έχω κι εγώ.




Πότε πέθαινε εκείνος, πότε πέθαινα εγώ, μα πιο συχνά, πέφταμε νεκροί κι οι δυο.