All Those You're Holding My Dear Are My Burning Bones.

Πολλές φορές με πλάκωσα στον ύπνο μου και ίσως αυτό που χρειαζόμουν τελικά, ήταν να ρθεις να με ξυπνήσεις. Να προλάβεις την έκδηλη παράλυση μου. Να μη ξυπνήσω μόνη μου και φοβηθώ, πως μούλιασα να κολυμπώ μεσ' το δικό σου "είναι". Δοκίμασα να σηκωθώ και έπεφτα, σα να μην είχα μέσα μου ποτέ μου σκελετό, έγινα ασπόνδυλο μαλάκιο. Λες και μια μέρα ξύπνησα και μέσα από τα δάκρυα εξάτμισα ατέρμονα όλα τα οστά μου. Εκείνα ήταν που με κρατούσαν όρθια κι εσύ μπορούσες να με βλέπεις. Χωρίς αυτά νιώθω ελαφρύτερη, μα τόσο ευάλωτη, αφού είναι πια πράγμα εύκολο το να με παίρνει ο αέρας.

Να με πηγαίνει σπίτι σου και να με φέρνει πάλι.
Να αιωρούμαι από πάνω σου, να σου χαϊδεύω το κεφάλι.
Να πέφτουν οι τρίχες μου μέσα στα μάτια σου και να σε γαργαλούν.
Θα λες "Αυτό είναι που πεθύμησα πιο πολύ. Η οσμή της ευωδιάς σου."
Στο ίδιο όνειρο θα είμαι κι εγώ και θα σου απαντώ.
"Πήρες τα κόκαλα μου. Μάθε πως στις χούφτες σου κρατάς τη μυρωδιά μου".
Έμεινα εγώ και η σάρκα μου απόψε, να μας καίει αιώνια το φεγγάρι.
Απορώ, πως εμένα διάλεξε αφού είμαι το πιο άοσμο κουφάρι.
Πολλές φορές αναρωτιέμαι, τι με φοβίζει πιο πολύ.
Να με πλησιάζεις με ένα τρόπο που θα με έσπαγε στα δύο
ή να γνωρίζω εξ αρχής πως όταν δίπλα μου έρθεις,
πάντοτε ευλύγιστα πάνω σου το σώμα μου θα χύνω.
Για μένα τίποτα δε θα μένει, θα με κακοχαρακτηρίζω,
που τόσο απερίσκεπτα θέλω να με χαρίσω.
Κι ύστερα θα θυμώνω που κόκκαλο δεν έμεινε πια να με βαστήξει,
ακόμα κι όταν φοράω στολή μεταλλική, διάτρητη άμυνα χτίζω.
Θες να στη χαρίσω και αυτή, να βγάζεις τους χειμώνες;
Δε ξέρω αν στα κρύα είναι ανθεκτική, δε ξέρω καν αν ξεγελά τις μπόρες.

Ξέρω τώρα πως άτρωτη στ' αλήθεια, ποτέ δε θα είμαι. Αν πεινάσεις περισσότερο, ξεκοκάλισε με απ' την αρχή και φτύσε με στο πιάτο. Πότε δε τσιγκουνεύτηκα να γίνω το γεύμα κανενός. Μα τα στομάχια δε χορταίνουν  με την άυλη μου φύση. Τα στομάχια πεινασμένα, σάλια πηχτά πάνω μου θα χύνουν και θα μ' ορέγονται άπληστα, θα μου ρουφούν το αίμα.
Είναι το μόνο που έμεινε να δροσίζει τα σπλάχνα μου, να μην αφυδατωθούν, να μην εξαϋλωθούν κι αυτά. Άσε μου κάτι έμβιο, να μη ξεχνώ πως ζω, μιας και τείνω να ατροφήσω, τείνω να αφανιστώ, ίσως μ' αυτό το τρόπο να με παρηγορήσω.

Κράτα τα καυτά μου κόκαλα, μα πρόσεξε τα εγκαύματα που αφήνουνε στα χέρια σου. Βλέπεις όσο αφανίζομαι πάλι για σένανε φροντίζω, πάλι για σένα ανησυχώ. Εγώ δεν έχω "εγώ" ισχυρό, αφού μπορώ και μόνη μου πάντα να με φοβίζω.
  

Εξουδετέρωση.

Είμαστε εμείς που εξουδετερωθήκαμε. Εσύ μια χημική ένωση που προέκυψε από τη μεταξύ μας ένωση κι εγώ νερό. Άοσμη, άγευστη και ουδέτερη. Ανεξάρτητα από τα στοιχεία που ενώνονται η τελική χημική εξίσωση θα είναι πάντοτε η ίδια. Δε θα χρειαστεί να με αθροίσεις για να βγει το αποτέλεσμα. Δεν αθροίζομαι. Δεν διαφοροποιώ το αποτέλεσμα. Δε παίζω κανένα ρόλο. Είμαι νερό.
Σε δροσίζω, σε ανακουφίζω, σε ξεδιψάω, αλλά δε σε χορταίνω. Δε με χορταίνω. Είμαι νερό, ανίκανο να σου αλλάξω τη χημική σου σύσταση, ανίκανο να μου δώσω μια γεύση δική μου.
Ήθελα πάντοτε να είμαστε αυθόρμητη μη ελεγχόμενη  διάσπαση ουρανίου. Nα απελευθερώνουμε μεγάλους όγκους  ενέργειας. Θα ήμασταν αλυσιδωτή αντίδραση. Μα δεν είμαστε τίποτα απο όλα αυτά. Εσύ ήσουν το οξύ κι εγώ ήμουν η βάση. Τα προϊόντα της αντίδρασης μας με εξουδετέρωσαν. Καμία έκρηξη λοιπόν, καμία καταστροφή, μόνο η δική μου μετατροπή από αυτό που θα μπορούσα κάποτε να γίνω, σε νερό. Γάργαρο κυλάει στο στόμα σου. Ήρθε η ώρα να το φτύσεις πριν με κάνεις γαργάρα, γιατί ο προορισμός μου και η αφετηρία μου ήταν και θα είναι πάντα η πηγή. Είναι προς όφελος σου που δεν ήμουνα ποτέ οξύ. Εύκολα θα σου έκαιγα τη γλώσσα, θα διαύρωνα το ίδιο σου το είναι. Δε συνέβη ποτέ. Εγώ είμαι νερό. Να λοιπόν, γιατί σου είμαι τόσο απαραίτητη. Να γιατί ξεραίνεται το στόμα σου, γιατί εκεί δεν είναι πια το σπίτι μου. Το νερό δεν έχει σπίτι, το νερό είναι ταξιδιώτης. Σε ένα ταξίδι βρίσκομαι κι εγώ. Mακάρι ο δρόμος να είναι κατηφόρα, γιατί αλλιώς υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να πνιγώ μεσ' τον ίδιο μου υδάτινο εαυτό. 

Deer Hunter Express.

Να πιω λες ένα τσάι να με καταπραΰνω; Να ρίξω λίγο νερό στη μούρη μου; Ίσως μια μάνικα, ένα πιεστικό πράσινο λάστιχο. Μπορώ να γίνω πολύ δραματική αν το θελήσω. Νομίζω όμως ότι θα ήταν πολύ γραφικό πια, να επαναληφθώ.  Άρρωστη θα ΄μαι, δε τρέχει τίποτα. Μονάχα μια πίεση στο μέτωπο, ένα απότομο ζούληγμα στη καρδιά που αν φανώ απερίσκεπτη θα την αφήσει στείρα. Μονάχα ο πολιορκητικός κριός που μου τραντάζει τον εγκέφαλο. Ο πολιορκητικός κλοιός που στενεύει και ξαφνικά έχω μια τάση να απλωθώ. Και απλώνομαι, και δε κοιτώ που πάω..
Και ξαπλώνω, αλλά δεν ξέρω που. Είναι το κρεββάτι μου αυτό;
Μα εγώ δεν είμαι αφηρημένο ον. Δεν είμαι αφηρημένη τέχνη. Δεν είμαι αφηρημένη έννοια.
Πολύ πολύ συγκεκριμένα τα φαντάζομαι όλα, ευοίωνα για τον καθένα, αέναα, ανεξίτηλα μόνο για μένα.
Είναι καλά εδώ, μυρίζει ζωή. Λες, την έχω μέσα μου - πώς να μη τη μυρίσω; Είναι φορεμένη πάνω μου, μα νιώθω μια γύμνια ντροπιαστική. Ποτισμένη έτσι που ΄μαι από το άγχος, καθόλου καλή παρέα δε θα γίνω. Φουγάρο βρώμικο, ικανό να κινήσει ολόκληρο τρένο.
Μπες μέσα παρακαλώ, κάτσε λίγο. Κάτσε να σου τα πω. Έλειπα καιρό και γύρισα. Τι άφησα πίσω μου και τι θα ξανά αφήσω; Είμαι φουγάρο από τα απαγορευμένα, εκείνα που μολύνουν ουρανούς ολόκληρους. Είναι καιρός και πάλι να αποσυρθώ. Να μπω μέσα στο καζάνι, να λιώσω αργά. Ίσως μια μέρα βρω τρόπο και σβήσω το καπνό.